Dowry Agreement from Mykonos
This dowry agreement between Aneza and Petrakis signed on November 6th, 1690, reflects a centuries-old tradition on the Cyclades (and beyond). Money, agricultural land property, livestock, houses and storage facilities, jewellery and other precious or less valuable goods changed hands in order to secure the fortune of future couples and consolidate the genealogy of affluent families.
This was a standard practice in antiquity too, as is also evidenced by the stone stele of the 3rd c. BC accompanying the dowry agreement from Mykonos that contains the terms agreed upon by the men of the families for the future betrothals. The publicizing of dowries on stone stelae, both on Mykonos and Tinos, served as a guarantee for the husbands but also the wives and their original “masters”, since in the event of marital dissolution, they could claim compensation for the dowry’s value.
As time went by, stone stelae changed into dowry agreements, namely legal documents of the exact same significance and validity as in antiquity; however, according to the local customary law and practice during the early modern period, both betrothed individuals received dowry. Hence, the term dowry denoted the movable and immovable assets which both spouses obtained.
On the Cyclades, both spouses maintained lifelong ownership of their dowry property. Hence, if a woman depended on the husband who managed the family property, he was not allowed to act arbitrarily with his wife’s share. This provision offered the wife and mother some form of protection and power over her husband and children: her consent was necessary for her husband to manage her portion; even if he was in debt, her share would remain inalienable and, in addition, she could include or exclude any of her heirs from her own property at will, and determine the size of each child’s inheritance.
Κόποια εἰς δόξαν Χριστοῦ ἀμήν 1690 νόἐμβρίω 6
+Ἔθος παλέος τάς εὐλόγιας ἔλαβον ἀβράάμ, καί σάρα ἐρχόμενοι ἐν μεσόποταμήαν / τοῦ δε κυρίου ἡμῶν Ιησού Χριστού ἐρχομένου ἐν Κανᾶ τῆς γαλιλέας τόν γάμων εὐλόγισαν, αὐτῶς / πανάγαθε βασίλευς εὐλόγισον καί τῶν παρῶν συνήκαίσιον διά πρεσβιῶν τῆς πανα/χράντου δεσπήνης, ἡμῶν Θεοτώκου καί πάντον σου τόν ἀγίον σου αμήν εἰς το σπύτη και / κατηκήαν τοῦ πολλά ἔκλαμπρου ἀφέντι μηχάλη καλαμαρά ἔμπροστεν στοῦς / ἡπό κάτωθεν ἀξιοπίστους καί παράκαλετοῦς μάρτυρας ἤλθαση σέ σήνίβαση καί ὅνο/μα πάντριάς ὅ ἄνοθεν ἀφέντης μηχάλης με τήν κερᾶ φραζέσκα σύμβήα τοῦ ποτέ / ἀφέντι καπέντάν μπαστίἄνου ματέη ὁ ὁποίως ἀφέντης μηχάλης ἔχωντας μία θυγατέ/ρα το ὄνομα αὐτῆς ἀνέζα καί ἡ ἄνοθεν κερά φραζέσκα ἔχει ένα υἱόν τό ὅνομα αὐ/τοῦ πετράκη τήν οποίαν ἄνοθεν ἀνέζα την ἐδόνη τοῦ ἄνοθεν πετράκη διά γηνέ/κα του νόμιμον καί εὐλόγητηκήν ὡς καθῶς ἡ θύοι καί ἡεροί νόμοι τόν ὁρθοδώξων χριστι/ανῶν ὁδιακελεύουσι τό μέν πρῶτο καί ἀρχῆς τήν εὐχήν τοῦ Χριστού καί τῆς παναγίας καί δεύτερον / τήν ἐδικήν του ἔπειτα τῆς εδόνη δια χάρην προύκας ἁρχῆς τζηκήνοια ἔκατῶ ροῦσσικᾶ / καί πένηντα ρίαλίον ζονάρια χρύσά μεταξοτά καί ἐκατώ ριάλοια είς τούς χρεοφελέτας μικω/νιάτες ἐκήνη ὁπού ἀρέσου τοῦ γαπροῦ ἀπό τά καταστηχά του ἔπειτα τῆς ἐδώνει τα σπήτια τήν / σᾶλα καί τήν κάμαρα ὁπόχει ἀπό τόν παπά μάρκο καρίπη καί τήν ταράτζα ὁπώχει ἀπό / τήν σοφία τοῦ τζιρῆ θέλη ἀπό τήν σήμερον θέλη ἀπόθανόντας του ἀκόμα τῆς ἐ/δόνει τό μαγαζέ τῆς σελένης τοῦ κολίνη με όλα του τά δικαιόματα ἡδέ τα ἐπείλιπά σπύτια / ὁποῦ ἔχει νάνε ἐδικά του ἡδἐ τα ἐπείλειπα του πράγμα<τα> ὁπόχει εἰς το χωρίω εἰς το νισή τῆς μικώ/νου ἀπέλεια κλήσματα χωράφια νάνε τα μισᾶ ἔδικά της με την ηντραδα ὁποῦ θέλει / κάμουν περώ νά γρικούνται καί τῆς ανέζας το μερτικὼ τα πράγματα εἰς τα άνοθεν πρά/γματα με τοῦτο ἀπο τα τέσερα πράγματα ὁπόχει στο βασιληκό να βάνου τα σκάρφια να / κρατήζη ὁ ἀνοθεν ἀφέντης μηχάλης τῶ ἕνα τό ὁποίω πράγμα εἶναι πίραξι η θιγατερα / τῶ ἀπάνω νόμινάρωντα ακώμη ἀνίσως καί ἥθελε γηρέψη να τῶ πιράξι ἡ θυγατέρα του ἡ ἀ/νέζα γη ἐκή ὁποῦ θέλει τα δώση ἀπό τόν μερτηκόν της ὁποῦ ἐκράτησεν ἀπό της μανα / στης να μπορή πάλιν ὁ ἄνοθεν ἀφέντης μηχάλης νά της πέρνη τόσω πράγμα ἀπό κή/να ὁποῦ τῆς ἤδοσεν ἀπὀ λόγου του ἀκώμα ἀπό τω μαδρί να εὐγάνει ἀπό τά τέσερα ἔνα να / κρατήζη καί τά ἀποδέλιπα να τα μεράζουν εἰς τήν μέσι καἰ ἀπό τα χοντρά ζωντανά βούδια / αλόγατα κτήματα νά κρατήζη ἔνα βούδη καί τα ποδέλιπα να πέρνι τα μισά ἡ θυγά/τέρα του καί ἀπο τῆς μασαρίας του ὁποῦ τοῦ ἐβρεθούνε τόσον σε ανόγια ὁσάν καἰ κατογί/α νάχη τα μισᾶ ἡ θυγατέρα του ἀκώμα τῆς ἐδίνει ρούχα τῆς φορεσιάς της τρίς πούλα/κέτες ἡ δύο χρουσές και ἄλι βελούδια μάβρι φιουράδα καί ἔνα ρούχο ράζω τέσαρα ζευγάρια / μπουστοπράσολα πρωκάδα τῆς βενετίας και να ρούχω ρωζή καί τρία παπλώματα τόνα / τῆς περσίας καί τα ἄλα πολίτηκα δύο πικάμισα κοκηνοκέντηστα καί μία χρουσόπολα / καί δύο ζευγάρια χρουσόκαρσες καἰ τρία ζευγάρια μεταξοταίς ἀκώμα τῆς ἐδίνει ἀπό το / μερτηκῶν του τήν λότρα τήν κενούρια κενούρια τήν μισή καί ἀπο τήν παλιᾶ τήν μισή καί να / ζεὐγαρι σεντώνια τῆς ἀφρώνιας καί μία κωρτίνα καί τρία στρωμάσα γεμάτα ἀπό δέ τό / ἄλο μέρος δώνει ἡ ἄνοθεν κερά φραζέσκα τοῦ υἱοῦ της τοῦ πετράκη τήν εὐχήν τοῦ Χριστοῦ και τἠν ἐ/δικήν της ἔπειτα τοῦ δίνει τά σπίτηα τῆς τίνους εἰς τον ἄγιον νικόλα ὁποῦ τοῦ ἥφησεν ὁ πατἐρας / στου ὡς καθῶς εὐρίσκονται με όλα τους τα δικιόματα ἔπειτα τοῦ τάζη τα σπίτηα της στήν μη/κονο τῆς πιάσας ἀποθάνόντας της περὼ να ἀφίσι ὁ υἱὀς της ὁ πετράκις την πάρτα του τῆς / μαρούσας ἀπο τα τρία σπίτια τῆς δύο κάμαρες ἡ μία τῆς μαρίας τῆς λαγουρίας καί ἡ ἀλη τοῦ ζβηρλή / καί τῶ κατώγη ὁπόχαν ἀπό τοῦ φραζέσκου φώσκολου ἀκόμα τοῦ τάζη τό μισώ κλήσμα τῆς / ἁργίρενας ὁπούνε ἀπό λόγου της καί ἀπο το άλω μησώ τό αδελφομήρι του ὁποῦνε ἀπο τόν πατέ/ρα του ἀκόμα ἀπό τα πέλια τῆς κόνιζας ὁποῦ νε ἀπό λόγου της τα μισᾶ καί ἀπό τήν αγω/ρά τοῦ πατρός του ταδελφωμήρι του ἀκόμα τοῦ δὀνει τῶ μισῶ κλήσμα τοῦ ἀγγελικού και / καί ἀπό τοῦ πατρός του τά πράγματα ὥλα τό αδελφωμήρη του ἀκώμα τοῦ δώνει κατρίφταις / ὀ ἐνας μεγάλος καί ὀ ἀλος μικρός τέσερα στρώματα δέκα ζευγάρια σεντώνα δύο αν/τένες ἀπο τον μήλων καί τρίς κασέλες καριδίνες καρέκλες βενέτηκες τρις δέκα ζευγαρια σετό/νια δύο κορτίνες κοκηνοκέντητες τρία ζευγάρια μαξιλάρια και να ζευγάρι χρουσά δύο παπλώ/ματα μεταξωτά μία καδενέτα χρουσή δύο λεμι μαργαριτάρι ἔνα λεμώ πεντώνια ἔνα ζευ/γάρη μανίνια δύω ζευγάρια σκουλαρίκια ὁκτῶ δακτιλίδια δύω λίτρες ἀσήμι βουλάδω / ἔνα ρούχω γυνέκηο κόκηνο βελούδυο πούστωπράσωλα πρωκάδα και διακόσια ριάλια / μετριτά ὁπώχει ὁ υἱός της ὁ σιώρ πετράκης καί ἀπό τας σκρίτα ὁποχουν βουλομένα στοῦ κρι/σένσου τό ἀδελφωμίρι του καί ἀπό τἀ ἄλα χαρτήα ἔχουν τό αδελφώμορι του καί ἀπό τῆς μασαρίαις / τόν σπιτίον τῆς κουζήνας καί τόν μαγαζίον τα μισᾶ ἀκώμα τοῦ δήνει ἀπό τοῦ λαζάρου το / πράγμα το τρίτω καί ἀπό τό μανδρεί τῶ μισῶ ἀκώμα τοῦ δήνει ἔνα βουτζή κρασή καί ὀ/μπλιγάρετε ὁ ἄνοθεν πετράκης να μάντινήρη τη μάνα του ἐώς τόν θανατόν τους ακόμα τάζη / ἡ θυά της ἠ κιρηακῆ το ἀμπέλι τῆς φτελήας ἀποθανόντας της καίνα ζευγάρι σιντώνια καίνα ζευ/γάρι μαξιλάρια καίνα πάπλωμα πολίτηκο ἀκώμη τῆς ἐδώνη ἡ άδελφή της ἡ καιρά / λασκαρίνα ἐν ζευγάρι χρουσές μάνικες καί να δακτήληδη βενέτηκω ἀκώμα τῆς δόνει/ ὁ παπα ιεσές κουντουμάς κομάτη χοράφη στο κάτο βουνή με κηπάρη τῆς σηκές ἀκώμα τάζη / ὁ σιώρ ζανίς καλαμαράς μία φαράζα στη σκουλουδού καί ἐνα ζευγάρι μπούστο πράσολα πρωκά/δα καί ἐνα χίροπουλο γη πουρι μία δερφακήδα ἀκώμα τάζη ὁ σιώρ γιανάκης ὁ στοβήκις / δέκα ξάγια χρουσάφη ἔνα ζευγάρη μπουστο πράσολα καί ανίσος καί θελη κάμου κληρό/νόμους εἰς τῆς σαρκός στους νάνε ὄλα τα ἄνοθεν τόν κληρονόμον ἡδέ καί ἡθελε κάμουν καί ἀπό/θάνουν να στρέφουνται ὄλα στούς κληρονόμους τούς πρόθημους καί να ἔχει καθε μέρος στήν ἐξού/σίαν του ριἄλια ἐκατῶ τοῦ κάνη ὁ σιώρ μηχάλης ἐτούτην τήν κοντέτζιόν ἀπόσα πράγ/ματα σπύτια ρούχα ἤχε δοσμἐνα ἀπο τῆς μανά στων καθέ παιδεί να μήν πειράζει ἔνα / περ τω ἄλω παιδίον εἶδέ καί θέλει σηκωθή κανένα παιδί να πιράξι ἀπο τῆς / μάνας των να φέρεται ἀπο κήνα πού τόν εἴδοσεν από λόγου του καί δια πίστωσιν τοῦ παρόντως / θέλη γράψουν καί παρακαλετή μάρτυρες ἀκώμα την εδώνη δίω ἄντένες μήλων / καί τα μισά πράγματα ὁπού τῆς ἐτάζη εἰς τω χορίω να γρηκούνται με τα σώχωρία / καί μισές σικές καί μισές σικαμνίαις άκώμα ὄτι μάλαμα καί μαργαριτάρη κρατή ὁ ἀν/δρέας καλιμάρχος τοῦ ἀνόθεν αφέντη μιχάλη νάνε τῆς θυγατέρας του τῆς ανέζας / ἐξόχως ἀπο τῆς λασκαρίνας ὁποὺ κρατῆ ὁ εἶδιος ἄνδρέας νάν τῆς λασκαρίνας και / ὁ λιλογισας να πλιρόνη ἐκατῶ τοῦ ἀλου μέρος τζηκήνια ἐκατῶ καί ἀπό τάσπρα / ποῦ τάζι ἡ κερά φραζέσκα τοῦ υἱού της εἶναι πάρτε ἄπο τοῦ πατρός του καί πάρτε ἀ/πο λόγου της
ο πρώην σίφνου και μυκονου γρηγοριος μαρτυρῶ
νικολός χρουσολοβήκης μαρτηρώ ὡς ἄνοθεν
ιωάνης ζαμένεκος μαρτυρῶ τά ἄνοθεν
παπα μάρκος κορινθιος κάντζηλερις έγραψα
ἐγώ χρουστόδουλος καλέργης ἐκοποιάρασα τό παρόν ἀπο λόγων εἰς λόγων
προκοσίφωνο τοῦ πετράκη ματέη