EN

ΑΝΟΙΧΤΑ ΣΗΜΕΡΑ ΕΩΣ ΤΙΣ 17:00

Κυκλαδική Κοινωνία 5000 χρόνια πριν

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

8 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2016 - 9 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2017

ΟΙ ΚΥΚΛΑΔΕΣ

Οι Κυκλάδες είναι ένα  πυκνό νησιωτικό σύμπλεγμα, το οποίο εντοπίζεται στο κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου και αποτελείται από 35 μεγάλα νησιά και πολυάριθμα μικρότερα. Μία από τις ερμηνείες της ονομασίας τους δόθηκε από τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, επειδή πίστευαν ότι τα νησιά δημιουργούσαν έναν νοητό κύκλο γύρω από το ιερό νησί του Απόλλωνα, την Δήλο.

Κατά τη διάρκεια της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού οι Κυκλάδες απετέλεσαν το λίκνο ενός πολύ σημαντικού πολιτισμού, ο οποίος είναι γνωστός ως Πρωτοκυκλαδικός. Την ίδια περίοδο αναπτύσσονται και άλλοι πολιτισμοί στην ηπειρωτική Ελλάδα (Πρωτοελλαδικός), την Κρήτη (Πρωτομινωικός) και το ανατολικό Αιγαίο.

Ο Πρωτοκυκλαδικός πολιτισμός καλύπτει το διάστημα από το 3200 π.Χ. έως το 2000 π.Χ. περίπου και διακρίνεται σε τρεις υποπεριόδους: την Πρωτοκυκλαδική Ι (περίπου 3200-2700 π.Χ.), την Πρωτοκυκλαδική ΙΙ (περίπου 2700-2300 π.Χ.) και την Πρωτοκυκλαδική ΙΙΙ (περίπου 2300-2000 π.Χ.). Ανάμεσα σε αυτές τις υποπεριόδους έχουν αναγνωριστεί δύο μεταβατικές φάσεις: η μεταβατική φάση από την Πρωτοκυκλαδική Ι στην Πρωτοκυκλαδική ΙΙ, η λεγόμενη «φάση Κάμπου», και η μεταβατική φάση από την Πρωτοκυκλαδική ΙΙ στην Πρωτοκυκλαδική ΙΙΙ, η λεγόμενη «φάση Καστρίου».

Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΚΥΚΛΑΔΩΝ

Στη φάση της ακμής του Πρωτοκυκλαδικού πολιτισμού, την Πρωτοκυκλαδική ΙΙ περιόδο, οι οικισμοί πυκνώνουν. Άλλοτε βρίσκονται σε μικρές χερσονήσους, άλλοτε σε χαμηλούς λόφους και το μέγεθός τους ποικίλλει. Κάποιοι από αυτούς οχυρώνονται, όπως η ακρόπολη του Καστρίου στη Σύρο και του Πανόρμου στη Νάξο. Ο πολεοδομικός σχεδιασμός των οικισμών προσαρμόζεται στη μορφολογία του εδάφους, τα σπίτια είναι λιθόκτιστα και συνήθως αποτελούνται από ένα, δύο ή τρία δωμάτια και υπαίθριους χώρους. Έως πρότινος, ο μεγαλύτερος γνωστός οικισμός της περιόδου, έκτασης 11 στρεμμάτων, ήταν ο Σκάρκος της Ίου, ο οποίος έχει ένα πολεοδομικό σύστημα αποτελούμενο από δρόμους, μονώροφα και διώροφα σπίτια με λιθόκτιστες κλίμακες, αγωγούς απορροής υδάτων κ.ά. Ωστόσο, με τις πρόσφατες ανασκαφές στο Δασκαλιό της Κέρου, ο οικισμός εκεί ίσως έφτανε τα 13 στρέμματα. Προς το τέλος της Πρωτοκυκλαδικής ΙΙ περιόδου παρατηρούνται αναταραχές και ανακατατάξεις στον ευρύτερο αιγαιακό χώρο, οι οποίες ίσως σχετίζονται με πληθυσμιακές μετακινήσεις ή με διαμάχες για τον έλεγχο των μεταλλοφόρων πηγών και των δικτύων διακίνησής τους. Ως εκ τούτου, πολλοί οικισμοί εγκαταλείφθηκαν προσωρινά, ενώ κάποιοι άλλοι καταλήφθηκαν, έπειτα από εχθρική επιδρομη. Παράλληλα, ιδρύθηκαν νέοι οικισμοί σε δυσπρόσιτες περιοχές, οι οποίοι προστατεύονταν από ισχυρές οχυρώσεις.

Τα στοιχεία που διαθέτουμε για τους οικισμούς της Πρωτοκυκλαδικής ΙΙΙ περιόδου είναι ελάχιστα και προέρχονται κυρίως από την πόλη Ι της Φυλακωπής της Μήλου.  Θεωρείται ότι πρέπει να ήταν μεγαλύτεροι  και να διέθεταν έναν οργανωμένο  πολεοδομικό σχεδιασμό αποτελούμενο από μικρά σπίτια επιμελημένης κατασκευής.

Όσον αφορά στα νεκροταφεία της περιόδου, συνήθως, βρίσκονταν σε παραθαλάσσιες πλαγιές και γειτνίαζαν με τους οικισμούς στους οποίους ανήκαν. Τα πρωιμότερα νεκροταφεία αποτελούνταν από μικρές συστάδες κιβωτιόσχημων τάφων φιλοξενώντας έναν μόνο νεκρό σε έντονα συνεσταλμένη στάση. Στην Πρωτοκυκλαδική ΙΙ περίοδο, η έκταση των νεκροταφείων αυξήθηκε σημαντικά αντανακλώντας την αύξηση του πληθυσμού. Οι κιβωτιόσχημοι τάφοι  χρησιμοποιήθηκαν για διαδοχικές ταφές μελών της ίδιας οικογένειας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το νεκροταφείο στη Χαλανδριανή της Σύρου, το οποίο αποτελείτο από εξακόσιους και πλέον τάφους που κατά το πλείστον φιλοξενούσαν πάνω από ένα νεκρό. Κατά την Πρωτοκυκλαδική ΙΙΙ περίοδο επικρατεί ο τύπος του τάφου με υπόγειους λαξευτούς θαλάμους προοριζόμενους για πολλαπλές διαδοχικές ταφές.

Καθώς, έως σήμερα δεν υπάρχουν τεκμήρια γραφής της περιόδου, οι πληροφορίες μας για τον πολιτισμό αυτό προέρχονται από τα κινητά και τα ακίνητα ευρήματα στους οικισμούς και τα νεκροταφεία της περιόδου. Οι γνώσεις μας για τους οικισμούς της Πρωτοκυκλαδικής Ι περιόδου είναι ελάχιστες, είτε γιατί τα σπίτια κατασκευάζονταν από φθαρτά υλικά που δεν άφησαν ίχνη, είτε γιατί ο αριθμός των ανεσκαμμένων θέσεων είναι πολύ μικρός. Εν τούτοις, ένας τουλάχιστον οικισμός, στην Μαρκιανή Αμοργού, φαίνεται ότι ήταν οχυρωμένος στην προσπελάσιμη πλευρά του.

ΠΥΡΗΝΕΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

Ο Πρωτοκυκλαδικός πολιτισμός έχει τις ρίζες του στο Νεολιθικό παρελθόν των Κυκλάδων. Σε αυτήν την παράδοση θεμελιώθηκε και αναπτύχθηκε η τέχνη του πολιτισμού αυτού διαμορφώνοντας έναν έντονα ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα.

Κατά τη διάρκεια της Πρώιμης εποχής του Χαλκού στις Κυκλάδες, βασικός και κυρίαρχος πυρήνας της κοινωνίας αναδεικνύεται το άτομο. Ο άνδρας και η γυναίκα, που από την ένωσή τους προκύπτει η οικογένεια, αποτέλεσαν τον ακρογωνιαίο λίθο της Πρωτοκυκλαδικής κοινωνίας και αυτό επιβεβαιώνεται από την πληθώρα ανθρωπόμορφων απεικονίσεων.

Ήδη από τη Νεολιθική περίοδο, οι κάτοικοι των νησιών αναπαριστούν την ανθρώπινη μορφή και μάλιστα τη γυναικεία δίνοντας έμφαση στην αναπαραγωγική της ικανότητα.

Χαρακτηριστικά δημιουργήματα της περιόδου είναι τα ειδώλια ιστάμενων ή καθιστών στεατοπυγικών γυναικείων μορφών με ιδιαίτερα παχείς γλουτούς. Εξέλιξη των ειδωλίων αυτών είναι τα βιολόσχημα ειδώλια που είναι ο πιο κοινός τύπος σχηματικών ειδωλίων της Πρωτοκυκλαδικής περιόδου. Πρόκειται για σχηματικές αποδόσεις της νεολιθικής χυμώδους γυναικείας μορφής και πολλές φορές παρατηρείται προσπάθεια για τη φυσιοκρατικότερη απόδοσή της με τη δήλωση των μαστών και του τριγώνου της ήβης, δηλαδή των στοιχείων της θηλυκότητας. Στην κατηγορία των φυσιοκρατικών ειδωλίων ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλεί ότι, μολονότι υπάρχουν ανδρικές μορφές, στην πλειονότητά τους τα ειδώλια παριστούν γυμνές γυναίκες.

Μάλιστα, μερικά γυναικεία ειδώλια αποδίδονται με διογκωμένη κοιλιά που έχει θεωρηθεί δηλωτική εγκυμοσύνης ή με εγχαράξεις στην περιοχή της κοιλιάς που ερμηνεύονται ως πτυχές που υποδηλώνουν κατάσταση λοχείας. Η βιολογική ικανότητα του γυναικείου φύλου, που το καθιστά φορέα ζωής, απεικονίστηκε με απλό και σαφή τρόπο δημιουργώντας σαφείς συσχετισμούς με τη γονιμότητα, την αναπαραγωγική διαδικασία και την οικογένεια. Τα συμπλέγματα διπλών ειδωλίων επιβεβαιώνουν ότι η ιδέα της αναπαραγωγής και της αναγέννησης αποτελούσαν κυρίαρχες αντιλήψεις της Πρωτοκυκλαδικής κοινωνίας.

Ενώ, τέλος, το θραύσμα του μοναδικού μέχρι στιγμής τύπου συμπλέγματος δύο μορφών, μίας μεγαλύτερης που κρατάει μία μικρότερη, ίσως παιδική, ερμηνεύεται ως «μητέρα και παιδί» και ίσως υποδηλώνει τον ρόλο της οικογένειας ως κυρίαρχο πυρήνα της Πρωτοκυκλαδικής κοινωνίας.

ΑΣΧΟΛΙΕΣ, ΤΕΧΝΕΣ & ΤΕΧΝΙΚΕΣ

Κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού οι κάτοικοι των Κυκλάδων καταπιάστηκαν με αγροτοκτηνοτροφικές ασχολίες για την εξασφάλιση των καθημερινών αναγκών τροφής. Μολονότι, οι Κυκλάδες διακρίνονται για το ορεινό, άγονο και άνυδρο ανάγλυφό τους και τις μεγάλες περιόδους ανομβρίας, οι αρχαιολογικές μαρτυρίες αποδεικνύουν ότι η καλλιέργεια της γης απετέλεσε έναν από τους βασικούς παράγοντες της οικονομίας της Πρωτοκυκλαδικής κοινωνίας. Τα αποτυπώματα φύλλων δένδρων στις βάσεις πήλινων κωνικών αγγείων αποτελούν τεκμήριο της χλωρίδας των νησιών.
Σε όλη τη διάρκεια της Πρωτοτοκυκλαδικής περιόδου, οι νησιώτες καταπιάστηκαν με ποικίλες δραστηριότητες για να καλύψουν τις ανάγκες της καθημερινής ζωής. Ο εργαλειακός τους εξοπλισμός κατασκευαζόταν από πρώτες ύλες του φυσικού περιβάλλοντος. Ακολουθώντας τη νεολιθική τεχνολογία χρησιμοποίησαν τον λίθο για την κατασκευή εργαλείων.

Αγροτοκτηνοτροφικές ασχολίες

Οι κάτοικοι εκμεταλλευόμενοι το εύκρατο κλίμα και τις περιορισμένες εύφορες εκτάσεις καλλιέργησαν τα δημητριακά, κυρίως το κριθάρι, τα όσπρια, την ελιά και το αμπέλι. Το άλεσμα των καρπών με σκοπό την προετοιμασία της τροφής γινόταν σε λίθινα τριβεία με τη χρήση λίθινων τριπτήρων.  Τεκμήριο για την καλλιέργεια του ελαιοδένδρου και την παραγωγή του λαδιού αποτελεί η πήλινη πρόχους που στο εσωτερικό της ανιχνεύθηκαν ίχνη ελαίου. Ήδη, λοιπόν, από την 3η χιλιετία π.Χ. διαμορφώθηκαν τα βασικά συστατικά της Μεσογειακής διατροφής: ελιά, αμπέλι και δημητριακά. Εκ παραλλήλου, οι νησιώτες ασχολήθηκαν με την μικρής κλίμακας κτηνοτροφία αιγοπροβάτων, χοίρων και βοοειδών. Ένδειξη της ύπαρξης των οικόσιτων ζώων και της πανίδας του νησιωτικού συμπλέγματος αποτελούν τα ομοιώματα κριών και βοοειδών, όπως και τα ζωόμορφα αγγεία σε σχήμα χοιριδίου και σκαντζόχοιρου. Τα ομοιώματα και οι συχνές απεικονίσεις πτηνών δεν αποκλείεται να δηλώνουν την  πρώιμη εκτροφή τους. Συγχρόνως, οι πλάκες από την Κορφή τ’ Αρωνιού  που φέρουν επίκρουστες παραστάσεις κυνηγιού ελαφιών και αιγάγρων, τεκμηριώνουν την ενασχόληση των νησιωτών με το κυνήγι για την εξασφάλιση της τροφής. Η κτηνοτροφία και το κυνήγι, εκτός από το κρέας και το γάλα για την κάλυψη των αναγκών σίτισης, παρείχαν τις πρώτες ύλες (μαλλί) και για άλλες ασχολίες, όπως π.χ.  την υφαντική, όπως βλέπουμε και στην Έκθεση παρακάτω.

Από τη δίαιτα των κατοίκων των Κυκλάδων της Πρώιμης Χαλκοκρατίας δεν θα μπορούσαν, όπως είναι φυσικό, να απουσιάζουν τα ψάρια και τα θαλασσινά. Οι εγχάρακτες παραστάσεις ψαριών σε αγγεία και η ανεύρεση αγκιστριών ψαρέματος αποτελούν αδιάσειστες μαρτυρίες για την ενασχόληση των κατοίκων με την αλιεία προκειμένου να συμπληρώσουν το διαιτολόγιό τους. Άξια μνείας είναι τα αγκίστρια που βρέθηκαν στο εσωτερικό τάφου στη Χαλανδριανή της Σύρου, τα οποία διατηρούν υπολείμματα νήματος πετονιάς.

Εργαλεία και Μεταλλουργία

Ο οψιανός, ένα σκληρό ηφαιστειογενές πέτρωμα με κυριότερη πηγή εξόρυξης την Μήλο, είναι κατάλληλος για την κατασκευή αιχμηρών εργαλείων. Εξ ίσου σημαντικός και με τις ίδιες ιδιότητες, αν και όχι τόσον αποτελεσματικός, είναι ο πυριτόλιθος. Έτσι, λοιπόν, διαμορφωμένες αιχμηρές λεπίδες οψιανού και πυριτόλιθου χρησιμοποιήθηκαν ευρύτατα ως ξέστρα, ως εργαλεία για την απόδοση εγχάρακτων λεπτομερειών, ως εργαλεία για την λείανση και ως μικρά πριόνια για ποικίλες ασχολίες. Από λίθο επίσης κατασκευάζονταν μικροί και μεγάλοι πελέκεις, οι οποίοι χρησιμοποιούνται ήδη από την Νεολιθική περίοδο. Παράλληλα, υπάρχουν οστέινα εργαλεία που χρησίμευαν κυρίως ως οπείς.

Η ύπαρξη σημαντικών πηγών μετάλλου για τα δεδομένα της εποχής στις Κυκλάδες οδήγησε στην ανάπτυξη της μεταλλουργίας και της μεταλλοτεχνίας. Μολονότι, υπάρχουν ενδείξεις μεταλλουργικής δραστηριότητας ήδη από τη Νεώτερη Νεολιθική περίοδο, κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού η άσκηση της μεταλλουργίας εντείνεται και συστηματοποιείται. Στον οικισμό του Καστρίου στη Σύρο ανευρέθη σε ένα δωμάτιο μία εστία μαζί με υπολείμματα σκωριών χαλκού, μία πήλινη χοάνη για την τήξη των μετάλλων και χάλκινα εργαλεία. Το εύρημα αυτό αποτελεί ένδειξη για την άσκηση της μεταλλουργίας και έχει ερμηνευθεί ως εργαστήριο μεταλλοτεχνίας.

Η μεταλλοτεχνία της περιόδου εκπροσωπείται από 300 περίπου αντικείμενα, τα οποία στην πλειονότητά τους είναι κατασκευασμένα από χαλκό. Πρόκειται για όπλα, εργαλεία, όργανα καλλωπισμού και κοσμήματα. Τα όπλα και τα εργαλεία κατασκευάζονταν σε ανοικτές μήτρες, μονές ή διπλές, και λάμβαναν την τελική τους μορφή με σφυρηλάτηση. Η ποικιλία των εργαλείων ήταν μεγάλη και περιελάμβανε πελέκεις, σφυροπελέκεις, πριόνια, μαχαίρια, οπείς, σμίλες κτλ. Όσον αφορά στα όπλα, ο τύπος του εγχειριδίου με κεντρική ανάγλυφη νεύρωση και τέσσερεις οπές για την προσήλωση της λαβής και ο τύπος της λόγχης δόρατος με δύο επιμήκεις οπές για την πρόσδεσή της θεωρούνται κυκλαδική επινόηση. Τα όργανα καλλωπισμού και τα κοσμήματα περιλαμβάνουν σπάθες, τριχολαβίδες, περόνες με απλές ή περίτεχνες κεφαλές, χάντρες περιδεραίων, ψέλια (βραχιόλια), σφηκωτήρες και διαδήματα. Τα αντικείμενα από άλλα μέταλλα είναι ελάχιστα και πιθανότατα ήταν σύμβολα κύρους. Από άργυρο κατασκευάζονταν κοσμήματα και αγγεία, ενώ από μόλυβδο ανθρωπόμορφα και ζωόμορφα ειδώλια, και σύνδεσμοι επισκευής σπασμένων αγγείων και ειδωλίων. Εξαιρετικά σπάνιες είναι οι περιπτώσεις επαργύρωσης, όπως η μικρή γραπτή πρόχους με ίχνη αργυρής επένδυσης στον λαιμό και στον ώμο από το νεκροταφείο του Σπεδού της Νάξου.

Η άσκηση της μεταλλουργίας και της μεταλλοτεχνίας επηρέασε καθοριστικά τις συνθήκες της καθημερινής ζωής. Η νέα τεχνολογία εφοδίασε τους κατοίκους των νησιών με ανθεκτικότερα εργαλεία, τα οποία βελτίωσαν τις καθημερινές εργασίες του οίκου και τις αγροτοκτηνοτροφικές ασχολίες, αλλά συγχρόνως άνοιξαν το δρόμο για την ανάπτυξη άλλων τεχνών, όπως η μαρμαρογλυφία, η ξυλουργική, η μικροτεχνία, η ναυπηγική κ.ά. Άμεσο επακόλουθο ήταν η δημιουργία ειδικευμένων τεχνιτών και η διαμόρφωση μίας πιο σύνθετης κοινωνίας. Επίσης, οι τεχνικές του πολέμου άλλαξαν λόγω της κατασκευής αποτελεσματικότερων όπλων. Ταυτόχρονα, η αυξημένη ζήτηση μετάλλων οδήγησε στην ανάπτυξη του εμπορίου και στην εντατικοποίηση των σχέσεων των Κυκλάδων με άλλες περιοχές του αιγαιακού χώρου.

ΥΦΑΝΤΙΚΗ, ΚΑΛΑΘΟΠΛΕΚΤΙΚΗ & ΧΡΩΜΑΤΑ

Οι Κυκλαδίτες της 3ης χιλιετίας π.Χ. εξασφάλιζαν μέρος της τροφής τους με την κτηνοτροφία αλλά συγχρόνως προμηθεύονταν πρώτες ύλες, όπως λ.χ. τα δέρματα των ζώων και το μαλλί των αιγοπροβάτων, το οποίο χρησιμοποίησαν στο πλαίσιο της οικοτεχνίας. Τα πήλινα σφονδύλια και οι βελόνες ραψίματος αποτελούν ενδείξεις ότι η υφαντική ήταν μία από τις ασχολίες τους για την κάλυψη των αναγκών του οίκου. Παράλληλα, τα αποτυπώματα ψάθας στις βάσεις πολλών πήλινων αγγείων μαρτυρούν ότι ακόμα μία ενασχόληση ήταν η καλαθοπλεκτική. Στην Κυκλαδική ειδωλοπλαστική γνωρίζουμε ότι χρησιμοποιήθηκε εκτενώς το χρώμα. Η χρήση του χρώματος διαπιστώνεται από τα ίχνη χρωστικών ουσιών που διατηρούνται σε κάποια ειδώλια. Επίσης, σε λίγες περιπτώσεις υπάρχουν λεία τμήματα στην επιφάνεια του ειδωλίου που δίνουν την εντύπωση του αναγλύφου. Τα σημεία αυτά ήταν χρωματισμένα και οι χρωστικές ουσίες τα προστάτευσαν από τη διάβρωση που προκλήθηκε στην υπόλοιπη επιφάνεια του μαρμάρου.

Όλες οι χρωστικές ουσίες της περιόδου είναι ορυκτής προέλευσης: το κόκκινο είναι αιματίτης, ερυθρή ώχρα ή κιννάβαρι, το βαθυγάλαζο είναι αζουρίτης και το πράσινο είναι μαλαχίτης ή υδροξείδιο του αζουρίτη. Ίχνη ερυθρού χρώματος σε λίθινα τριβεία και μαρμάρινες φιάλες μαρτυρούν ότι  σε τέτοιου είδους σκεύη γινόταν η κονιορτοποίηση της χρωστικής ουσίας με τη χρήση λίθινων τριπτήρων. Σε συσχετισμό με τριπτήρες έχουν βρεθεί ορθογώνια πινάκια με ίχνη χρώματος, τα οποία πιθανώς χρησιμοποιήθηκαν ως παλέτες για την παρασκευή ή την ανάμειξη των χρωστικών ουσιών. Υπολείμματα βαθυγάλαζου χρώματος στο εσωτερικό πυξίδων, μικρών αρυβαλλόσχημων αγγείων, οστέινων σωλήνων και θαλάσσιων οστρέων μαρτυρούν ότι τα αντικείμενα αυτά πιθανώς χρησίμευαν ως σκεύη για τη φύλαξη και την αποθήκευση των χρωστικών ουσιών (χρωματοθήκες).

ΑΓΓΕΙΟΠΛΑΣΤΙΚΗ & ΝΑΥΠΗΓΙΚΗ

Αγγειοπλαστική

Η τέχνη της κατασκευής πήλινων αγγείων, απετέλεσε μία από τις κύριες ασχολίες των νησιωτών κατά τη διάρκεια της 3ης χιλιετίας π.Χ.  Τα πήλινα αγγεία χρησίμευαν ως οικιακά και επιτραπέζια σκεύη, ως αποθηκευτικά για τις τροφές τους και για την διακίνηση των αγαθών, ως κοσμηματοθήκες,  ως αγγεία τελετουργικά αλλά και ως ταφικά κτερίσματα. Για τον λόγο αυτό, θεωρούνται φορείς πολύτιμων πληροφοριών για τις διάφορες πτυχές της καθημερινής ζωής, της τεχνογνωσίας των κεραμέων και της αισθητικής της εποχής. Στην πλειονότητά τους τα αγγεία είναι χειροποίητα, καθώς η χρήση του κεραμικού τροχού εισάγεται περί το 2500 π.Χ. και καθιερώνεται στο τέλος της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού. Η αγγειοπλαστική της περιόδου χαρακτηρίζεται από μεγάλη ποικιλία στην τυπολογία των αγγείων. Χαρακτηριστικοί τύποι αγγείων είναι το τηγανόσχημο σκεύος με περίτεχνη διακόσμηση στην εξωτερική επιφάνεια του αγγείου, η φιάλη και ο κρατηρίσκος («καντήλα»). Η πυξίδα, όπου φύλασσαν τα κοσμήματα και τα είδη του καλλωπισμού, απαντά σε πολλές παραλλαγές: κυλινδρική, σφαιρική, ελλειψοειδής, στο σχήμα πεπιεσμένης σφαίρας (φακοειδής) και πηνιόσχημη. Παράλληλα, κατασκευάζονται απιόσχημα και αρυβαλλόσχημα αγγεία, αγγεία πόσης (κύλικες), πρόχοι, καρποδόχες, κύμβες (‘σαλτιέρες’)  αλλά και αγγεία πόσης που έχουν ανατολική προέλευση, όπως το δέπας αμφικύπελλον και το κύπελλο με δύο λαβές. Ενδεικτικά της δεξιοτεχνίας των αγγειοπλαστών είναι τα σύνθετα σκεύη, όπως π.χ. οι κέρνοι, τα τετράδυμα και τα ζωόμορφα αγγεία.

Όσον αφορά στη διακόσμηση των αγγείων, χαρακτηριστική είναι η εγχάρακτη διακόσμηση με ευθύγραμμα μοτίβα γεμισμένα με ένα ορυκτό λευκού χρώματος, τον καολίνη. Στη συνέχεια η διακόσμηση εμπλουτίζεται με καμπυλόγραμμα μοτίβα, όπως η σπείρα και οι ομόκεντροι κύκλοι. Επίσης, εισάγεται η τεχνική της εμπίεστης διακόσμησης  με ξύλινη σφραγίδα. Τέλος, η εμφάνιση της χρήσης του πρωτογανώματος, η κάλυψη δηλαδή της επιφάνειας των αγγείων με βαφή, οδήγησε στη γραπτή διακόσμηση των αγγείων αποτελούμενη από ευθύγραμμα ή καμπυλόγραμμα μοτίβα.

Ναυπηγική

Η εισαγωγή της τεχνολογίας του χαλκού, η οποία οδήγησε στην κατασκευή αποτελεσματικότερων εργαλείων, είχε ως συνέπεια τη βελτίωση της ναυπηγικής τέχνης. Τα μολύβδινα ομοιώματα πλοίων στο Μουσείο Ashmolean της Οξφόρδης, η απεικόνιση κυκλαδικού πλοιαρίου σε βραχογραφίες από τη Νάξο και οι εγχάρακτες παραστάσεις πολύκωπων πλοίων στην κάτω επιφάνεια πολλών τηγανόσχημων αγγείων από τη Σύρο αποτελούν μαρτυρίες ότι τεχνίτες κατασκεύαζαν ικανού μήκους πλοία με πολλά κουπιά που μπορούσαν να ταξιδέψουν τόσο σε κοντινούς όσον και σε μακρινούς προορισμούς. Ως εκ τούτου, η ανάπτυξη της ναυπηγικής συνέβαλε στην εντατικοποίηση της ναυσιπλοΐας, στη διεύρυνση των επαφών με τον έξω κόσμο (ηπειρωτική Ελλάδα, Αιγαίο, Μ. Ασία, Εγγύς Ανατολή και Βαλκανική)  και στην ανάπτυξη του εμπορίου και των ανταλλαγών ιδεών και τεχνολογιών.

ΜΑΡΜΑΡΟΓΛΥΠΤΙΚΗ & ΕΠΙΣΚΕΥΕΣ

Μαρμαρογλυπτική

Η  αφθονία κοιτασμάτων μαρμάρου, ιδιαιτέρως στη Νάξο και την Κέρο,  ανέδειξε την μαρμαρογλυπτική ως την κατ’ εξοχήν ασχολία των κατοίκων των Κυκλάδων κατά την 3η χιλιετία π.Χ. Η κατασκευή των αγγείων και των ειδωλίων γινόταν με λίθινα και μετάλλινα εργαλεία. Σύγχρονα πειράματα σε συνδυασμό με πληροφορίες που αντλούμε από «εργαστηριακούς» χώρους και ημιτελή έργα παρέχουν ενδείξεις για την τεχνική κατασκευής των αγγείων και των ειδωλίων. Για την κατασκευή των αγγείων υπήρχαν δύο βασικά στάδια: η λάξευση του σχήματος του σκεύους και εν συνεχεία η τελική μορφοποίηση και στίλβωση. Η κατασκευή των κλειστών αγγείων, όμως, ήταν πιο απαιτητική και περιελάμβανε περαιτέρω στάδια, όπως η δημιουργία κοίλης εσωτερικής επιφάνειας, η δημιουργία οπών και η απόδοση εγχάρακτων λεπτομερειών. Η τυπολογία παρουσιάζει ποικιλομορφία και πολλές παραλλαγές. Ο κρατηρίσκος, γνωστός και ως «καντήλα» λόγω της ομοιότητάς του με τα καντήλια των ορθόδοξων εκκλησιών, είναι ίσως ο πιο χαρακτηριστικός τύπος αγγείου της Πρωτοκυκλαδικής περιόδου. Η  φιάλη παρουσιάζει πολλές παραλλαγές: ρηχή φιάλη με κάθετη διάτρητη απόφυση, φιάλη με τέσσερεις οριζόντιες αποφύσεις στο χείλος και φιάλη με προχοή. Στα αγγεία πόσης συγκαταλέγονται τα κύπελλα και η κύλικα που είναι το πιο κοινό αγγείο με πόδι κατά τη διάρκεια της περιόδου. Η πυξίδα είναι ένας εξ ίσου συνήθης τύπος αγγείου και συναντάται ως σφαιρική, κυλινδρική αλλά και πηνιόσχημη. Από το ρεπερτόριό τους δεν λείπουν τα σύνθετα τελετουργικά σκεύη, όπως π.χ. τα δίδυμα αγγεία, οι κέρνοι, το αγγείο των περιστεριών και τα ζωόμορφα αγγεία.

Επισκευές

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ίχνη επισκευής των αγγείων και των ειδωλίων κατά την αρχαιότητα, καθώς φανερώνουν τόσον την αξία των αντικειμένων αυτών όσον και την τεχνογνωσία της εποχής. Οι μέθοδοι επισκευής των σπασμένων αγγείων και ειδωλίων ήσαν δύο: είτε με τη δημιουργία οπών εκατέρωθεν του σημείου θραύσης και την πρόσδεση των σπασμένων κομματιών με δερμάτινα λουριά, νήμα και μολύβδινα ελάσματα, είτε με τη επανένωση των σπασμένων κομματιών με τη χρήση μολύβδινων συνδέσμων. Επίσης, υπάρχουν σπάνιες περιπτώσεις με ίχνη μετασκευής, όπως το ειδώλιο του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης, το οποίο φαίνεται ότι έσπασε στο ύψος των γονάτων και στο σημείο αυτό λαξεύτηκαν οι άκροι πόδες.

ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ;

Τα μαρμάρινα ειδώλια αποτελούν αναμφισβήτητα την κατ’ εξοχήν δημιουργία του Πρωτοκυκλαδικού πολιτισμού και την πιο χαρακτηριστική ιδιομορφία του.  Μολονότι, δεν έχουν εντοπιστεί εργαστήρια λιθοτεχνίας, με εξαίρεση έναν εργαστηριακό χώρο με ειδώλια και εργαλεία που αποκαλύφθηκε στον Σκάρκο της Ίου, οι μελέτες για τις μεθόδους κατασκευής των ειδωλίων έδωσαν τη δυνατότητα να διαγνωσθεί η ατομική δημιουργία. Σύμφωνα με τις μελέτες αυτές τα ειδώλια κατασκευάζονταν ακολουθώντας συγκεκριμένα συστήματα μετρικών αναλογιών και παρά την τυποποίηση που τα χαρακτηρίζει,  κάποια  παρουσιάζουν στενές ομοιότητες στον τρόπο απόδοσης ορισμένων λεπτομερειών, δίνοντας τη δυνατότητα αναγνώρισης ικανού αριθμού «καλλιτεχνών ή τεχνιτών».

Οι συμβατικές ονομασίες των «καλλιτεχνών» προκύπτουν από το πιο χαρακτηριστικό έργο τους, και συγκεκριμένα είτε από το Μουσείο που το στεγάζει (π.χ. Καλλιτέχνης Μουσείου Νάξου) είτε από από τη συλλογή στην οποία ανήκει (π.χ. Καλλιτέχνης Γουλανδρή) είτε από τον αρχαιολόγο που το ανέσκαψε (π.χ. Καλλιτέχνης Ντούμα).

Ο «Καλλιτέχνης Γουλανδρή» έχει θεωρηθεί ως ο πλέον παραγωγικός γλύπτης της Πρωτοκυκλαδικής ΙΙ περιόδου. Τα έργα του  χαρακτηρίζονται από συμπαγείς φόρμες, λυρόσχημο κεφάλι με χρωματισμένες λεπτομέρειες και στρογγυλεμένα περιγράμματα. Τα έργα του «Καλλιτέχνη Steiner» χαρακτηρίζονται από απουσία γωνιών, λυρόσχημο κεφάλι και κοντό λαιμό, ενώ ο «Καλλιτέχνης του Μουσείου της Νάξου» διακρίνεται για τα ειδώλια με μακρύ πρόσωπο, στενό κορμό, κυρτούς ώμους και μαστούς τοποθετημένους ψηλά στον κορμό.

Εν τούτοις, κάποιοι ερευνητές αμφισβητούν την ύπαρξη συγκεκριμένων «καλλιτεχνών» και υποστηρίζουν ότι οι ομοιότητες  μεταξύ ορισμένων ειδωλίων οφείλονται είτε στις αντιλήψεις περί αναλογιών της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου είτε στην ύπαρξη τοπικών εργαστηρίων.

ΕΙΔΩΛΟΠΛΑΣΤΙΚΗ

Οι πειραματικές εφαρμογές και τα ημιτελή ειδώλια έδειξαν ότι η κατασκευή των ειδωλίων περιελάμβανε τέσσερα στάδια μετά την απόκτηση της πρώτης ύλης:  τη χάραξη του σχήματος στην επιφάνεια του μαρμάρου, την αφαίρεση της περιττής πρώτης ύλης, την τελική μορφοποίηση του ειδωλίου, τη δημιουργία εγχράξεων και ενίοτε τη στίλβωση και τη χρωματική διακόσμηση. Αν και η συντριπτική πλειονότητα των ειδωλίων είναι από μάρμαρο, απαντούν και σε άλλα υλικά, όπως σε ασβεστόλιθο, μελανό λίθο, μέταλλο κ.ά. Τα κυκλαδικά ειδώλια παριστούν κατά το πλείστον γυναικείες μορφές, αν και οι ανδρικές δεν απουσιάζουν, και εντάσσονται σε δύο κατηγορίες: τα σχηματικά και τα φυσιοκρατικά. Οι δύο κατηγορίες συνυπάρχουν σε όλη τη διάρκεια της Πρωτοκυκλαδικής περιόδου και διαμορφώνουν δύο  διαφορετικούς τρόπους έκφρασης.

Ξεκινώντας από την αφαιρετική απόδοση του ανθρώπινου περιγράμματος και διανύοντας εν συνεχεία μία περίοδο έντονων πειραματισμών, οι Κυκλαδίτες γλύπτες στην ακμή της περιόδου δημιουργούν τα πλέον χαρακτηριστικά ειδώλια του Πρωτοκυκλαδικού πολιτισμού, τα λεγόμενα ειδώλια του «κανονικού τύπου με διπλωμένους βραχίονες». Πρόκειται, κυρίως, για ειδώλια γυμνών γυναικείων μορφών με τυποποιημένα χαρακτηριστικά: το κεφάλι αποδίδεται με κλίση προς τα πίσω, οι βραχίονες είναι διπλωμένοι κάτω από το στήθος κατά την «κανονική διάταξη», δηλαδή με τον αριστερό πήχυ επάνω στον δεξιό, και τα πόδια αποδίδονται με κλίση προς τα κάτω. Αποδίδονται τα βασικά χαρακτηριστικά του προσώπου και τα ανατομικά χαρακτηριστικά του σώματος για την αναγνώριση του φύλου. Η τυποποίηση αυτή διαρκεί για πέντε περίπου αιώνες και καταργείται προς το τέλος της περιόδου, οπότε και στα ειδώλια παρατηρείται η εξασθένιση της μακραίωνης τυποποίησης, ο εκφυλισμός των «κανόνων» και η πρόχειρη απόδοση των επί μέρους χαρακτηριστικών της μορφής.

Στο τέλος της περιόδου, οι γλύπτες περιορίζονται στην παραγωγή σχηματικών ειδωλίων, τα οποία χαρακτηρίζονται από συμπαγείς όγκους για την απόδοση του σώματος και παντελή έλλειψη ανατομικών χαρακτηριστικών. Στην Κυκλαδική ειδωλοπλαστική γνωρίζουμε ότι χρησιμοποιήθηκε εκτενώς το χρώμα, καθώς τα ειδώλια ήταν στην πραγματικότητα χρωματισμένα. Με βαθυγάλαζο ή μελανό χρώμα αποδίδονταν τα μαλλιά, τα φρύδια, τα μάτια και το τρίγωνο της ήβης, ενώ με κόκκινο δηλώνονταν τα κοσμήματα και διακοσμητικά σχέδια του προσώπου και του σώματος.

Η απουσία γραπτών πηγών και το γεγονός ότι η πλειονότητα των κυκλαδικών ειδωλίων δεν έχει προέλθει από συστηματικές ανασκαφές καθιστά την ερμηνεία και τη χρήση τους αδύνατη. Οι προταθείσες ερμηνείες ποικίλλουν. Κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν ότι τα κυκλαδικά ειδώλια εικονίζουν θεότητες που σχετίζονται με τη γονιμότητα, τη Μητέρα Θεά που εξουσιάζει τον κύκλο της ζωής και του θανάτου, χθόνιες θεότητες, ψυχοπομπούς και μυθολογικά όντα αποτροπαϊκού χαρακτήρα. Κάποιοι άλλοι θεωρούν ότι τα ειδώλια παριστούν εικόνες θνητών που λειτουργούσαν ως παλλακίδες στην υπηρεσία του νεκρού, ως παιδικές κούκλες, ως εικόνες προγόνων και ως σύμβολα κύρους. Το γεγονός, όμως, ότι έχουν βρεθεί τόσον σε οικισμούς όσον και σε τάφους μάς επιτρέπει να υποθέσουμε ότι χρησίμευαν τόσον ως τελετουργικά αντικείμενα στην καθημερινή ζωή όσον και ως ταφικά κτερίσματα.

ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΖΩΗ

Ανάμεσα στις δημιουργίες της Πρωτοκυκλαδικής περιόδου εξέχουσα θέση κατέχουν τα περίτεχνα ειδώλια ανδρικών και γυναικείων μορφών που άλλοτε παίζουν μουσική, πίνουν, εναγκαλίζονται και άλλοτε κάθονται σε παθητική στάση ή και «σταυροπόδι» ωσάν να συμμετέχουν σε ένα δρώμενο της καθημερινής ζωής. Τα ειδώλια του «αρπιστή» και του «αυλητή», των μουσικών δηλαδή, όχι μόνον αποτελούν μαρτυρία για τα μουσικά όργανα της εποχής αλλά και για τον τρόπο ψυχαγωγίας στις Κυκλάδες κατά την 3η χιλιετία π.Χ.

Μολονότι, δεν γνωρίζουμε τον ήχο της μουσικής, μπορούμε  να υποθέσουμε την σημασία που κατείχε στις κοινωνικές συναθροίσεις της εποχής.  Η μουσική είναι μέχρι σήμερα συνυφασμένη με το ποτό και τον χορό. Ο «εγείρων πρόποσιν», ο κατά κόσμον «γλεντζές» του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης, ίσως φανερώνει  την ύπαρξη της συμποτικής συνήθειας ήδη από την 3η χιλιετία π.Χ., ενώ η επίκρουστη παράσταση τριών ανθρώπινων μορφών σε κυκλοτερή ζωηρή κίνηση που ερμηνεύεται ως απλός ή τελετουργικός χορός, ίσως αποτελούν μαρτυρία ότι η μουσική και ο χορός συνδέονταν με κοσμικά ή θρησκευτικά γεγονότα.

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΙΕΡΑΡΧΙΑ

Η Κοινωνική Διαστρωμάτωση στις Κυκλάδες

Μολονότι, η απουσία γραπτών πηγών καθιστά δύσκολη την ανίχνευση της κοινωνικής διαστρωμάτωσης στις Κυκλάδες της 3ης χιλιετίας π.Χ., ο σχεδιασμός των οικισμών και τα νεκροταφεία παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες για την κοινωνική οργάνωση της εποχής. Η επιμέλεια της κατασκευής των τάφων, η διακεκριμένη θέση ορισμένων από αυτούς στα νεκροταφεία και τα πλούσια ταφικά κτερίσματα είναι ενδείξεις για την ύπαρξη ιεραρχίας ανάμεσα στα μέλη της της πρωτοκυκλαδικής κοινωνίας.

Τα δύο διαδήματα που έχουν βρεθεί στη Σύρο και στην Αμοργό είναι αναμφισβήτητα εμβλήματα που πιθανώς υποδηλώνουν την ύπαρξη εξουσίας. Αντίστοιχα, τα αντικείμενα κύρους προερχόμενα από τάφους, όπως τα κοσμήματα από ημιπολύτιμους λίθους και θαλάσσια όστρεα, και το χάλκινο επαργυρωμένο εγχειρίδιο φανερώνουν την ύπαρξη μίας υψηλής κοινωνικής τάξης.

Εκ παραλλήλου, η ύπαρξη σφραγίδων μαρτυρά αφ’ ενός ένα καλά οργανωμένο οικονομικό σύστημα ανταλλαγών και αφ’ ετέρου την ύπαρξη προσώπων με κάποιου είδους εξουσία. Η ύπαρξη, εξ άλλου, καθισμάτων απλών τετράποδων δίφρων ή περίτεχνων θρόνων σε συνδυασμό με τις καθιστές επάνω τους μορφές, αποτελεί ένα δείγμα υψηλής πολιτισμικής αξίας που συνδέεται σαφώς με πρόσωπα ανώτερης τάξης στο πλαίσιο του οίκου ή της κοινότητας.

Προς το τέλος της Πρωτοκυκλαδικής περιόδου, οπότε και ξεσπούν αναταραχές στον ευρύτερο αιγαιακό χώρο, εμφανίζεται ένας νέος τύπος ανδρικού ειδωλίου, το οποίο φέρει τελαμώνα και ενίοτε εγχάρακτο εγχειρίδιο. Αυτός ο τύπος ειδωλίου ερμηνεύεται ως κυνηγός ή πολεμιστής και ίσως αντανακλά την ύπαρξη πολεμιστών λόγω των αυξημένων κινδύνων της περιόδου και πάντως φέρει στοιχεία που το διαφοροποιούν ιεραρχικά ανάμεσα στα άλλα της Πρωτοκυκλαδικής κοινωνίας.

ΠΙΣΤΕΙΣ & ΔΟΞΑΣΙΕΣ

Οι θρησκευτικές αντιλήψεις και οι λατρευτικές πρακτικές των Κυκλαδιτών της 3ης χιλιετίας π.Χ. είναι δύσκολο να ανιχνευθούν λόγω της έλλειψης γραπτών πηγών. Σε αντίθεση με τους οικισμούς, τα νεκροταφεία αποτελούν πολύτιμη πηγή πληροφοριών. Η μελέτη των ταφικών εθίμων και των κτερισμάτων δείχνει ότι οι Κυκλαδίτες σέβονταν τους νεκρούς και πίστευαν στη μετά θάνατον ζωή.

Οι Θρησκευτικές αντιλήψεις των Κυκλαδιτών

Το γεγονός ότι οι νεκροί ενταφιάζονταν μαζί με τα προσωπικά τους αντικείμενα φανερώνει μία αντίληψη για τη συνέχιση της υπόστασής τους στην επέκεινα ζωή. Άξιο μνείας είναι το «σκοτωμένο» εγχειρίδιο από το Άνω Κουφονήσι, το οποίο σκόπιμα αχρηστεύθηκε πριν την εναπόθεσή του στον τάφο, προκειμένου να μην χρησιμοποιηθεί από τους ζώντες και να το πάρει ο νεκρός μαζί του στη μεταθανάτια ζωή.  Η τοποθέτηση του κεφαλιού του νεκρού σε μία μικρή πλάκα που χρησίμευε ως προσκεφάλι στο εσωτερικό του τάφου και η κατά χώραν διατήρηση του κρανίου σε περιπτώσεις ανακομιδής των οστών μαρτυρά τη σημασία της κεφαλής στην περίπτωση πίστης στην ψυχή και στη μεταθανάτια ζωή. Τη διεξαγωγή κάποιου είδους νεκρικών ή λατρευτικών τελετών φανερώνει η απόθεση ακέραιων ή σκόπιμα κατακερματισμένων τελετουργικών αγγείων στο εσωτερικό των τάφων.  Στο νεκροταφείο των Αγίων Αναργύρων στη Νάξο αποκαλύφθηκε μεγάλη λιθόκτιστη εξέδρα με πλήθος «καπελλόσχημων» αγγείων άνευ πρακτικής χρήσης, η οποία θεωρείται ότι σχετίζεται με τη διεξαγωγή τελετουργιών στον χώρο του νεκροταφείου προς τιμήν των νεκρών.

Αγγεία που σχετίζονται με τελετουργίες έχουν θεωρηθεί οι κέρνοι, τα ζωόμορφα αγγεία, το «αγγείο των περιστεριών» και τα τηγανόσχημα σκεύη. Όσον αφορά στα τηγανόσχημα σκεύη ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλεί ότι σε πολλά από αυτά υπάρχει εγχάραξη του ηβικού τριγώνου επάνω από τη λαβή. Η υποδήλωση του τριγώνου της ήβης, όπως και στα ειδώλια, έχει θεωρηθεί θρησκευτικός συμβολισμός της γυναικείας γονιμότητας και της λατρείας της Μεγάλης Θεάς. Όσον αφορά στους ιδιαίτερους χώρους λατρείας, υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για δύο θέσεις στις Κυκλάδες. Στον λόφο της Κορφής τ’ Αρωνιού  στη Νάξο αποκαλύφθηκε ένα ελλειψοειδές κτίσμα, το οποίο ερμηνεύθηκε ως μικρό ιερό. Σε γειτνίαση με το κτίσμα αυτό ανευρέθησαν δέκα πλάκες με παραστάσεις της καθημερινής ζωής των νησιωτών, στις οποίες αποδόθηκε θρησκευτικός χαρακτήρας. Η άποψη αυτή  ενισχύθηκε από το γεγονός ότι στην ευρύτερη περιοχή της Νάξου έχουν βρεθεί σποραδικά ανάλογες πλάκες με παραστάσεις σπειρών και επίκρουστες κοιλότητες που  έχουν από κάποιους ερευνητές ερμηνευτεί ως ηλιοαστρικά σύμβολα.

Μία άλλη θέση που έχει ερμηνευθεί ως ιδιαίτερος χώρος λατρείας είναι η θέση Κάβος στο ακατοίκητο σήμερα νησάκι της Κέρου, το οποίο βρίσκεται μεταξύ της Νάξου και της Αμοργού. Κατά τη δεκαετία του 1950 εμφανίσθηκε στη διεθνή αγορά αρχαιοτήτων ένας μεγάλος αριθμός θραυσμένων πρωτοκυκλαδικών αντικειμένων άγνωστης προέλευσης. Το σύνολο αυτό ονομάστηκε συμβατικά «Θησαυρός της Κέρου» και αποτελούσε ένα αίνιγμα. Οι συστηματικές ανασκαφές στη θέση αυτή έφεραν στο φως μεγάλες αποθέσεις θραυσμένων ειδωλίων και αγγείων. Η συγκριτική μελέτη των ευρημάτων των ανασκαφών με τα αντικείμενα του αινιγματικού «Θησαυρού της Κέρου» απέδειξε ότι κάποια τμήματα ειδωλίων συνανήκουν και συνεπώς προέρχονται από την ίδια θέση. Το γεγονός ότι η θέση αυτή απέφερε έναν τόσο μεγάλο αριθμό αποθέσεων θραυσμένων αντικειμένων,τα οποία είχαν εσκεμμένα κατακερματιστεί στην αρχαιότητα και σπάνια συνανήκουν, την καθιστά έναν ιδιαίτερο χώρο τελετουργικής εναπόθεσης και κατακερματισμού αντικειμένων με συμβολική σημασία. Για τον εντοπισμό των θεοτήτων, στις οποίες πίστευαν οι Κυκλαδίτες, οι ερευνητές στράφηκαν στα ανθρωπόμορφα ειδώλια. Κάποιοι υποστήριξαν ότι παριστάνουν θεούς, ενώ  άλλοι τα ερμηνεύσαν ως εικόνες θνητών. Μοναδικό είναι το παράδειγμα του γυναικείου ειδωλίου με φιδίσιο κεφάλι, στο οποίο τονίζεται το τρίγωνο της ήβης. Αποδίδει μία υβριδική μορφή, η οποία συνδυάζει ανθρώπινα και «δαιμονικά» χαρακτηριστικά, και πιθανότατα έχει αποτροπαϊκό χαρακτήρα. Σε κάθε περίπτωση η τυποποίηση των ειδωλίων και το γεγονός ότι τονίζονται τα χαρακτηριστικά της γυναικείας γονιμότητας, ενδέχεται να υποδηλώνει τις θρησκευτικές αντιλήψεις των νησιωτών και την πίστη τους στην ιδέα της αναγέννησης.

Όσον αφορά στα μεγάλου μεγέθους γυναικεία γλυπτά υποστηρίχθηκε ότι είχαν λατρευτική χρήση σε ιερά. Για τις εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις ανδρικών γλυπτών, όπως το περίφημο «αρσενικούδι» του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης, υπάρχει η άποψη ότι παριστάνουν ένα ον θεϊκό που σχετίζεται με την ισχυρότερη θηλυκή θεότητα.

 

VIDEO POEM

Ο καθηγητής Ν. Χρ. Σταμπολίδης αφηγείται την ανάδυση και τον πολιτισμό της πρωτοκυκλαδικής κοινωνίας (3200 έως 2000 π.Χ.) με οδηγό το κυκλαδικό ειδώλιο, το σύμβολο που χάρη στην καθαρή φόρμα και διαχρονική απλότητά του καθόρισε την παγκόσμια ιστορία της Τέχνης, από την Προϊστορία έως τον 21ο αιώνα.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΒΙΝΤΕΟ