Αναζήτηση
ΣΥΛΛΟΓΕΣ & ΕΚΘΕΜΑΤΑ (347)
πηλός
Λήκυθος με παράσταση Ηρακλή που μάχεται εναντίον του Λέοντα της Νεμέας. Ο ήρωας παριστάνεται γυμνός, γενειοφόρος, να κρατά το λιοντάρι από τον λαιμό και το πόδι, ενώ παράλληλα προσέρχονται σε βοήθειά του η θεά Αθηνά και ο Ιόλαος. Ο Ηρακλής ήταν ο πιο δημοφιλής από τους ήρωες της αρχαίας Ελλάδας και οι Άθλοι του απεικονίζονται εξαιρετικά συχνά στην τέχνη της Αρχαϊκής περιόδου. Έχει υποστηριχθεί ότι η δημοτικότητά του οφείλεται - εκτός των άλλων - και στο γεγονός ότι ο Ήρωας μπόρεσε να πολεμήσει με υποχθόνια στοιχεία, αποτελώντας κατά κάποιο τρόπο σύμβολο νίκης, αισιοδοξίας και παρηγοριάς ενάντια στον θάνατο. Το λιοντάρι της Νεμέας ήταν μία χθόνια ύπαρξη τόσο λόγω της προέλευσής του (το είχε γεννήσει η Έχιδνα, ένα φίδι με κεφάλι γυναίκας) όσο και της δράσης του (έσπερνε τον φόβο του θανάτου στους ανθρώπους). Αλλά και πολλά από τα άλλα πλάσματα με τα οποία είχε αναμετρηθεί ο Ηρακλής εμπεριείχαν το χθόνιο στοιχείο, όπως ο Κέρβερος, η Λερναία Ύδρα, τις Στυμφαλίδες όρνιθες, τα άλογα του Διομήδη (ο οποίος είναι χθόνιος βασιλιάς) κ.ά.
πηλός
Μελανόμορφη λήκυθος με σκηνή Γιγαντομαχίας. Στο κέντρο, ο θεός Ήφαιστος κρατώντας μία τανάλια, η οποία συγκρατεί πυρακτωμένο μέταλλο, προσπαθεί να καταβάλει τον αντίπαλο Γίγαντα. Ο Γίγαντας, γενειοφόρος και πάνοπλος, είναι γονατισμένος. Πίσω από τον Ήφαιστο εικονίζεται πολεμιστής που ετοιμάζεται να επιτεθεί στον θεό ενώ στα δεξιά μια γυναικεία μορφή απομακρύνεται από τη σκηνή στρέφοντας το κεφάλι προς τα πίσω. Οι Γίγαντες, από τους οποίους λεγόταν πως κρατούσε το γένος των ανθρώπων, ήταν γιοί της Γης. Σύμφωνα με τον μύθο, ήταν εξαιρετικά βίαιοι και φοβεροί στην όψη, με πελώριο ανάστημα και σώμα που κατέληγε σε ουρά δράκοντα. Η παράδοση συνέδεε τους Γίγαντες με ακραία φυσικά φαινόμενα, όπως σεισμούς, καταποντισμούς, εκρήξεις ηφαιστείων, τυφώνες, πυρκαγιές και ξηρασίες, που πάντα προκαλούσαν δέος στους ανθρώπους. Ο αγώνας των θεών του Ολύμπου ενάντια σε αυτές τις προ-ολύμπιες θεότητες ήταν ιδιαίτερα σκληρός και αποτέλεσε αγαπητό θέμα στη γλυπτική και την αγγειογραφία της Αρχαϊκής και Κλασικής περιόδου. Ο αγώνας αυτός φαίνεται ότι συμβόλιζε την επικράτηση του μέτρου και της αρμονίας πάνω στις στις βίαιες δυνάμεις της φύσης και ήταν σε απόλυτη συμφωνία με το αθηναϊκό πνεύμα του 5ου αι. π.Χ.
πηλός
Μελανόμορφη λήκυθος με διακοσμητική παράσταση δύο γυναικών που γεμίζουν τις υδρίες τους με νερό σε κρήνη με λεοντοκέφαλους κρουνούς (κρηνοφύλακες). Ένας νεαρός άνδρας φαίνεται να απευθύνεται σε μία από αυτές, ενώ δεξιά εικονίζεται ιθυφαλλική ερμαϊκή στήλη. Το διακοσμητικό θέμα του αγγείου δεν σχετίζεται με τη χρήση του. Τέτοιου είδους σκηνές καθημερινής ζωής απαντούν συνηθέστερα σε υδρίες, αφού με αυτά τα αγγεία οι γυναίκες μετέφεραν νερό από τις δημόσιες κρήνες. Συχνά, μάλιστα, προσέρχονταν σε παρέες στις κρήνες, οι οποίες μετατρέπονταν έτσι σε χώρο κοινωνικής συναναστροφής. Μερικές φορές, ωστόσο, η δραστηριότητα αυτή απέβαινε επικίνδυνη, αφού στις κρήνες σύχναζαν και άνδρες, οι οποίοι – με την πρόφαση της εξυπηρέτησης – επιχειρούσαν να παρενοχλήσουν ερωτικά τις ανύποπτες κυρίες. Η συχνή απεικόνιση κρηνών και κρηναίων οικοδομημάτων σε αττικά αγγεία των τελευταίων δεκαετιών του 6ου αι. π.Χ. οφείλεται πιθανότατα στην επίδραση που άσκησαν στους Αθηναίους της εποχής οι περίφημες δημόσιες κρήνες – όπως η Εννεάκρουνος – που κατασκεύασαν ο Πεισίστρατος ή οι Πεισιστρατίδες στο πλαίσιο της γνωστής φιλολαϊκής πολιτικής των τυράννων. Οι ερμαϊκές στήλες (ορθογώνιοι πεσσοί με ανδρική προτομή και ορθωμένο ανδρικό μόριο) εισήχθησαν στην Αθήνα από τον γιό του Πεισίστρατου, Ίππαρχο, γύρω στο 520 π.Χ. Χρησίμευαν ως δείκτες και δήλωναν τα ενδιάμεσα σημεία μεταξύ των διαφόρων χωριών της Αττικής και της αθηναϊκής Αγοράς.
πηλός
Αττική λήκυθος με παράσταση αρματοδρομίας με δύο άρματα και λευκή στήλη που υποδηλώνει το τέρμα. Αν και η εργασία είναι μάλλον πρόχειρη και βιαστική, αποδίδεται με επιτυχία η προσπάθεια που καταβάλλουν οι ηνίοχοι για την τελική νίκη. Το αγγείο αποδίδεται στο εργαστήριο του ζωγράφου του Αίμωνα, ενός εξαιρετικά δραστήριου ληκυθογράφου και εκ των τελευταίων δημιουργών του μελανόμορφου ρυθμού. Οι αρματοδρομίες ήταν ένα θέμα ιδιαίτερα αγαπητό στην αρχαία τέχνη. Ήταν συνδεδεμένες με το ηρωικό παρελθόν των Ελλήνων και τους θεούς του Ολύμπου. Προστάτης των ιππικών αγώνων ήταν ο Ίππιος Ποσειδών. Διεξάγονταν τεσσάρων ειδών αρματοδρομίες: αγώνες για τέθριππα (άρματα με τέσσερα άλογα), συνωρίδες (άρματα με δύο ίππους), η απήνη (αγώνες με άρματα που έσερναν μουλάρια) και αγώνες με τέθριππα πώλων (πουλαριών). Οι αγώνες αυτοί ήταν εντυπωσιακοί, αλλά και επικίνδυνοι. Κύριος σκοπός των ηνιόχων ήταν να οδηγήσουν το άρμα τους στον εσωτερικό διάδρομο και να καταφέρουν ναστρίψουν πρώτοι στη "νύσσα"- πεσσό που υποδήλωνε το σημείο στροφής. Οι αποστάσεις κυμαίνονταν από δύο έως δώδεκα γύρους του ιπποδρόμου. Νικητής εθεωρείτο όχι ο ηνίοχος, αλλά ο ιδιοκτήτης των αλόγων, γι' αυτό και οι αρματοδρομίες ήταν το μόνο αγώνισμα στο οποίο μπορούσε να αναδειχθεί νικήτρια μία γυναίκα.
πηλός
Σκύφος με παράσταση Σατύρων και Μαινάδων, που χορεύουν ζωηρά στον ρυθμό του αυλού που παίζει ο Σάτυρος στα δεξιά. Η σκηνή επαναλαμβάνεται και στην άλλη όψη. Κάτω από τις λαβές εικονίζεται δελφίνι. Χαρακτηριστική είναι η χρήση επίθετων χρωμάτων (λευκού, ιώδους και κιτρινωπού, που όμως πλέον σώζεται πολύ αμυδρά) που δίνουν μεγαλύτερη ζωντάνια στην παράσταση. Το αγγείο αποδίδεται στην Ομάδα του Κροκωτού Χιτώνα, που πήρε το όνομά της από το κιτρινωπό χρώμα που χρησιμοποιούσαν οι ζωγράφοι στα ρούχα των μορφών.
πηλός
Μελανόμορφος σκύφος "ερμογένειου τύπου". Τα αγγεία του τύπου αυτού, κυρίως αγγεία πόσεως, είναι ιδιαίτερα κομψά με πολύ λεπτά τοιχώματα και φέρουν μικρογραφικές παραστάσεις μέσα σε στενές ζώνες συνήθως στο ύψος των λαβών. Στο συγκεκριμένο παράδειγμα απεικονίζεται η ίδια παράσταση (σκηνή κυνηγιού;) και στις δύο όψεις. Δύο γυμνές ανδρικές μορφές τρέχουν κρατώντας τα ιμάτιά τους και μία ράβδο στο δεξί χέρι, ενώ ανάμεσά τους τρέχει ένα λιοντάρι. Η παράσταση πλαισιώνεται από ανθέμια. Οι λεπτομέρειες των μορφών έχουν δηλωθεί με χάραξη ενώ με επίθετο ιώδες χρώμα αποδίδεται η χαίτη του λιονταριού και τα ιμάτια.
πηλός
Αττικό αγγείο με σώμα σε σχήμα γυναικείας κεφαλής και τριφυλλόσχημο στόμιο. Στα χείλη του προσώπου διαγράφεται το αρχαϊκό μειδίαμα. Ανθρώπινες κεφαλές σε αγγεία είναι γνωστές ήδη από την Ύστερη Γεωμετρική περίοδο στην Ανατολή και τη Ρόδο και από τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. στην Κρήτη. Στην Αθήνα, τα "πλαστικά" αγγεία σε μορφή ανθρώπινης κεφαλής πρωτοεμφανίζονται γύρω στο 545 π.Χ. και η παραγωγή τους συνεχίζεται έως και τον 4ο αι. π.Χ. Οι κεφαλές - συνήθως απλές και σπανιότερα αμφιπρόσωπες - αποδίδουν κυρίως γυναίκες, αλλά και μυθολογικές μορφές (Διόνυσο, Σατύρους, Ηρακλή) ή νέγρους. Ορισμένα εργαστήρια χρησιμοποιούσαν μήτρες για την κατασκευή των κεφαλών, πάνω στις οποίες προσάρμοζαν τον λαιμό, τη λαβή και το στόμιο που είχαν δουλευτεί ξεχωριστά. Η χρήση των πλαστικών αγγείων συνδέεται με το σχήμα του στομίου τους: όσα διέθεταν αρυβαλλόσχημο στόμιο περιείχαν αρωματικά έλαια, τα κανθαρόσχημα ήταν αγγεία πόσεως, ενώ όσα είχαν τριφυλλόσχημο στόμιο - όπως το συγκεκριμένο - χρησίμευαν για τη μετάγγιση νερού ή κρασιού, εν είδει οινοχόης. Πολλοί μελετητές υποστηρίζουν ότι αυτού του είδους τα αγγεία είναι επηρεασμένα από την κεραμική της ανατολικής Ελλάδας (ή ακόμη και της Βόρειας Συρίας), ενώ έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις σχετικά με τη σημασία τους: κάποιοι θεωρούν ότι μιμούνται προσωπεία ηθοποιών και τα συνδέουν με την άνθηση του θεάτρου κατά την Ύστερη Αρχαϊκή περίοδο, ενώ άλλοι τούς αποδίδουν θρησκευτική, λατρευτική ή ταφική χρήση.
πηλός
Κύλικα βοιωτικού εργαστηρίου, στο εσωτερικό της οποίας (tondo) εικονίζεται γυναικεία μορφή που κρατά ένα δυσδιάκριτο αντικείμενο. Η εξωτερική επιφάνεια του αγγείου κοσμείται και στις δύο όψεις με παράσταση Ηρακλή που καταβάλλει το λιοντάρι της Νεμέας. Ο Ηρακλής απεικονίζεται γυμνός και γονατιστός, να έχει πιάσει το λιοντάρι από το πίσω πόδι. Οι παραστάσεις πλαισιώνονται από δύο γυναικείες μορφές που κρατούν στεφάνια. Ο κίονας και ο φοίνικας που απεικονίζονται πίσω από τον Ηρακλή και το λιοντάρι αποτελούν μια προσπάθεια απόδοσης του τρισδιάστατου χώρου. Τα όπλα του Ηρακλή είναι κρεμασμένα: το τόξο και η φαρέτρα ανάμεσα στον κίονα και το φοίνικα, το ξίφος τυλιγμένο σε ιμάτιο, δεξιά από τον φοίνικα. Ο μύθος αναφέρει ότι ο Ηρακλής δοκίμασε πρώτα τα όπλα του, τα οποία όμως δεν ήταν ικανά να βλάψουν το λιοντάρι της Νεμέας, γέννημα της Έχιδνας και του Όρθου και αναθρεμμένο από την Ήρα. Έτσι αποφάσισε να το πνίξει με τα χέρια του. Το θέμα της λεοντοκτονίας τονίζει το πρωτογονικό στοιχείο της αρετής, της σωματικής δύναμης και της ανδρειοσύνης. Ο ήρωας που σκοτώνει το λιοντάρι αποτελεί κοινό τόπο σε πολλούς αρχαίους μύθους, κυρίως ανατολικής προέλευσης. Ο μελανόμορφος ρυθμός διατηρείται στη Βοιωτία και κατά τη διάρκεια του 5ου αι. π.Χ., παρόλο που η ερυθρόμορφη τεχνική έχει εμφανιστεί και κυριαρχήσει στην αγγειογραφία ήδη από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα. Τα βοιωτικά μελανόμορφα αγγεία του 5ου αιώνα π.Χ. παρουσιάζουν έναν χαρακτήρα ρεαλιστικό, το σχέδιό τους όμως είναι πρόχειρο και συνοπτικό.
μπρούντζος
Μικρό τριποδικός σκεύος με χυτό σώμα και πόδια κατασκευασμένα από την ίδια μήτρα.Το κάτω μέρος του κάθε στηρίγματος έχει σχήμα ποδιού λέοντος, ενώ το πάνω μέρος έχει τη μορφή Σειρήνας με ανοιχτά φτερά. Οι Σειρήνες ήταν μυθολογικά όντα, γνώστα για την όμορφη φωνή τους που μάγευε τους ναυτικούς και τους οδηγούσε στον πνιγμό. Στην αρχαία ελληνική τέχνη απεικονίζονταν ως γυναίκες με σώμα πτηνού και φτερά, ενώ συχνά κρατούσαν μουσικά όργανα. Τα μορφολογικά χαρακτηριστικά των Σειρήνων βοηθούν να χρονολογήσουμε το συγκεκριμένο σκεύος στον 4ο αι. π.Χ. Τέτοιου είδους τριποδικά σκεύη με στηρίγματα σε μορφή δαιμονικών όντων, όπως οι Σειρήνες, οι Γοργόνες και οι Σφίγγες, ανευρίσκονται αρκετά συχνά σε ιερά και τάφους, κυρίως στην περιοχή της Ετρουρίας. Η χρήση, όμως, και η ονομασία τους παραμένουν άγνωστα αν και συχνά χαρακτηρίζονται από τους ερευνητές ως "θυμιατήρια".
πηλός
Χαρακτηριστικός τύπος βοιωτικού ειδωλίου του προχωρημένου 5ου και του 4ου αι. π.Χ., που αναπαριστά γυναικεία μορφή με περίτεχνη κώμωση και κάλαθο στο κεφάλι. Στο ανασηκωμένο δεξί χέρι κρατά άνθος ή καρπό. Το ειδώλιο, που είναι κοίλο εσωτερικά και φέρει οπή όπτησης στο πίσω μέρος, έχει κατασκευαστεί με μήτρα και είναι διακοσμημένο με έντονα χρώματα. Η πλημμελής απόδοση κάποιων στοιχείων, όπως τα μαλλιά αριστερά και τα μάτια, υποδηλώνουν ότι η μήτρα που χρησιμοποιήθηκε είχε υποστεί φθορές. Ο εικονογραφικός τύπος θυμίζει έντονα τις Καρυάτιδες και πρέπει να έλκει την καταγωγή του από τη γλυπτική του ύστερου 5ου αι. π.Χ. Ο συμβολισμός των ειδωλίων αυτών δεν είναι σαφής. Λόγω της στάσης και της ομοιότητάς τους με τις κόρες θεωρείται ότι απεικόνιζαν παρθένους ή ακολούθους της γαμήλιας τελετής και άρα πιθανώς συνδέονταν με τη λατρεία της προστάτιδας του γάμου (αλλά και χθόνιας θεότητας) Δήμητρας Θεσμοφόρου, που μαρτυρείται από πολύ παλιά στη Βοιωτία. Τα καλά διατηρημένα ίχνη χρώματος αποτελούν μια υπόμνηση της πλούσιας διακόσμησης που έφεραν τα περισσότερα ειδώλια και γλυπτά της αρχαιότητας καθώς και της ιδιαίτερης επιμέλειας που επιδείκνυαν οι καλλιτέχνες όχι μόνο για την πιστή αναπαράσταση της φόρμας αλλά και για τη ρεαλιστική απόδοση λεπτομερειών της ένδυσης, της κόμμωσης και άλλων στοιχείων καλλωπισμού.
πηλός
Πήλινο ειδώλιο ηθοποιού με σταυρωμένα πόδια και χέρια σε στάση σκεπτόμενου, ο οποίος φέρει μάσκα (προσωπείο), χιτωνίσκο και ιμάτιο που καλύπτει το κεφάλι. Απεικονίζει γνωστό τύπο της Μέσης Κωμωδίας, τον αδύνατο και γερασμένο, που διακωμωδείται για τις φυσικές του ατέλειες. Η Μέση Κωμωδία, που χρονολογείται μεταξύ του 400 και του 320 π.Χ. αποτελεί ένα μεταβατικό στάδιο ανάμεσα στην αρχαία Αττική Κωμωδία, που εκπροσωπείται από τον Αριστοφάνη, και την Νέα Κωμωδία του Μενάνδρου. Κάνει την εμφάνισή της μετά το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου και χαρακτηρίζεται - σε σχέση με την κωμωδία του 5ου αι. π.Χ. - από τον αυστηρό περιορισμό της πολιτικής σάτιρας και των τολμηρών αστείων, την μείωση του χορού και την στροφή της θεματολογίας από τον δημόσιο στον ιδιωτικό βίο. Η απαγόρευση του ονομαστί κωμωδείν, δηλαδή της σάτιρας συγκεκριμένων προσώπων και δη πολιτικών, οδηγεί στην διαμόρφωση τυποποιημένων και αναγνωρίσιμων κωμικών χαρακτήρων - του παράσιτου, του κόλακα, του πονηρού δούλου κ.λπ. - που θα αποτελέσουν την βάση της Νέας Κωμωδίας. Ο αριστοφανικός Πλούτος αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της μεταστροφής αυτής, και μάλιστα από έναν δημιουργό που είχε διαπρέψει στην πολιτική σάτιρα του 5ου αι. π.Χ. Με τον τρόπο αυτό το κωμικό είδος χάνει την αρχική του λειτουργία ως μέσου πολιτικής κριτικής και παρέμβασης στα κοινά και εξελίσσεται σε ένα ελαφρό είδος ψυχαγωγίας ηθικοπλαστικού κατά βάση χαρακτήρα
πηλός
Στη λήκυθο, που αποδίδεται στον "Ζωγράφο της Φιάλης", απεικονίζεται η Κρίση του Πάριδος. Το εικονογραφικό θέμα εμφανίζεται στην αθηναϊκή αγγειογραφία γύρω στο 575 π.Χ., και η βασική σκηνή περιλαμβάνει τις τρεις θεές (Ήρα, Αθηνά και Αφροδίτη), τις οποίες οδηγεί στον Πάρι ο αγγελιαφόρος των θεών, Ερμής. Ο πρίγκιπας της Τροίας αποδίδεται γενειοφόρος, συνήθως καθιστός σε βραχώδες έξαρμα - που υποδηλώνει το όρος Ίδη της Τροίας - και κάποιες φορές απρόθυμος να επιλέξει την ομορφότερη θεά. Στο συγκεκριμένο αγγείο, οι θεές παραλείπονται, ενώ ο Πάρις φαίνεται να αντιλαμβάνειται το δύσκολο καθήκον που του αναθέτει ο Ερμής και να διαισθάνεται τη συμφορά που πρόκειται να πλήξει την πατρίδα του, αφού η απονομή του μήλου-επάθλου στην Αφροδίτη ως καλλίστης θεάς θα αποτελέσει μία από τις αφορμές για να ξεσπάσει ο Τρωικός πόλεμος. Οι λήκυθοι ήταν αρωματοδόχα αγγεία, ωστόσο, δεν γέμιζαν πάντα ολόκληρες με αρωματικό έλαιο. Αρκετές από αυτές, όπως η συγκεκριμένη, ήταν εφοδιασμένες με ένα εσωτερικό φιαλίδιο στη βάση του λαιμού, ώστε το ακριβό αρωματικό έλαιο να τοποθετείται μέσα σ' αυτό για λόγους οικονομίας. Οι λήκυθοι αυτού του τύπου ονομάστηκαν "οικονομικές λήκυθοι". Αυτή η επινόηση εντοπίζεται για πρώτη φορά στις μεγαλύτερες μελανόμορφες ληκύθους του Ζωγράφου της Μέγαιρας (περ. 475-450 π.Χ.).
πηλός
Ερυθρόμορφος καλυκωτός κρατήρας από την Κάτω Ιταλία με σκηνή παλαίστρας εσχατολογικού περιεχομένου. Στην κύρια όψη απεικονίζοναι δύο μορφές. Ένας γυμνός νέος άνδρας ακουμπά σε πεσσό, ο οποίος φέρει την επιγραφή ΤΕΡΜΩΝ (=τέρμα), και προσφέρει στεφάνι σε γυναικεία μορφή που κάνει σπονδές μέσα σε κρατήρα. Ανάμεσά τους υπάρχει αναρτημένη γυναικεία προτομή. Στη δευτερεύουσα όψη απεικονίζονται δύο γυμνές ανδρικές μορφές (η μία κρατά κάδο) που βαδίζουν με μεγάλο διασκελισμό προς τα αριστερά, ενώ πάνω δεξιά διακρίνονται αναρτημένοι αλτήρες. Συγκεκριμένα στοιχεία της παράστασης (π.χ. στεφάνι, αλτήρες) παραπέμπουν σε αθλητική σκηνή, Ωστόσο η επιγραφή ΤΕΡΜΩΝ και η γυναικεία μορφή που κάνει σπονδές φαίνεται να συνδέουν το περιεχόμενο της παράστασης με ταφικές τελετουργίες. Πιθανότατα η όρθια ανδρική μορφή συμβολίζει τον νεκρό (αθλητή;) που δέχεται τις προσφορές της νεαρής γυναίκας. Στο παρελθόν, τα ερυθρόμορφα αγγεία της Κάτω Ιταλίας είχαν θεωρηθεί ως εισαγωγές από την Αττική, σήμερα, όμως, γνωρίζουμε ότι ήταν προϊόντα τοπικών εργαστηρίων της Μεγάλης Ελλάδας, και χρονολογούνται από το 440 έως το 300 π.Χ. Τα σημαντικότερα εργαστήρια εντοπίζονται στην Απουλία, τη Λουκανία, την Καμπανία και την Ποσειδωνία. Το συγκεκριμένο παράδειγμα είναι χαρακτηριστικό δείγμα του εργαστηρίου της Απουλίας. Το εργαστήριο αυτό ήταν το πλέον παραγωγικό και επηρέασε όλα σχεδόν τα εργαστήρια της Μεγάλης Ελλάδας.
πηλός
Λευκή λήκυθος με παράσταση γυναικείας μορφής με χιτώνα και ιμάτιο που κάθεται σε δίφρο. Στο δεξί της χέρι κρατά καθρέφτη και στο αριστερό στεφάνι. Στο βάθος διακρίνεται ένα αλάβαστρο. Η σκηνή είναι ζωγραφισμένη με την τεχνική του περιγράμματος, ενώ τα μαλλιά και το αλάβαστρο είναι δηλωμένα με σκιαγραφία. Αποδίδεται σε Αττικό εργαστήριο και πιθανώς προέρχεται από τον κύκλο του "ζωγράφου του Τύμβου".
γυαλί
Αμφορίσκος κατασκευασμένος με την τεχνική του πυρήνα, από σκουρόχρωμο μπλε γυαλί. Έχει μακρύ λαιμό και ταινιωτές λαβές που έχουν κατασκευαστεί ξεχωριστά και επικολληθεί στο αγγείο. Ευθείες και τεθλασμένες γραμμές από κίτρινο και λευκό γυαλί κοσμούν τον λαιμό και το σώμα. Το αγγείο χρονολογείται στον ύστερο 4ο αι. π.Χ.
μάρμαρο
Επιτύμβια στήλη, που εικονίζει σε χαμηλό πρόστυπο ανάγλυφο τον νεκρό. Στέκεται όρθιος μέσα σε "ναϊσκο" με παραστάδες και αψίδα και φορά μακρύ ιμάτιο. Στο κέντρο της αετωματικής επίστεψης υπάρχει ανάγλυφος δίσκος του οποίου η ερμηνεία είναι προβληματική. Πιθανώς πρόκειται για ασπίδα ή σύμβολο αστρικό, χωρίς να αποκλείεται και ο συσχετισμός του με την Ίσιδα, η λατρεία της οποίας ήταν ευρύτατα διαδεδομένη από την Ελληνιστική περίοδο. Από την επιγραφή ο νεκρός λεγόταν ΠΑΜΦΙΛΟΣ, ήταν γιος του ΛΕΟΝΤΕΩΣ και καταγόταν από τη Μίλητο της Μικράς Ασίας (ΜΕΙΛΗΣΙΟΣ - η γραφή του όρου αυτού αντί της λέξης 'Μιλήσιος' απαντά ήδη από τον 3ο αι. π.Χ.). Ο τύπος του ναϊσκου με την αψίδα μέσα στον οποίο εικονίζεται ο νεκρός, απαντά σε επιτάφιες στήλες στην Αττική και τον αιγαιακό χώρο από τα Ελληνιστικά χρόνια (από τον 2ο αι. π.Χ) έως τον 2ο αι. μ.Χ.
χρυσός, γρανάτης
Ενώτια (σκουλαρίκια) με ζευγάρι κρεμαστών περίοπτων σφιγγών και δίσκους με ένθετους γρανάτες. Οι σφίγγες πατούν πάνω σε ορθογώνια λεπτή βάση. Τα σκουλαρίκια έχουν κατασκευαστεί από πολλά μικρά ελάσματα και φοριούνταν με τη βοήθεια κρίκου από λεπτό σύρμα, που συγκρατούσε το άγκιστρο και διαπερνούσε το λοβό του αυτιού. Παρόμοια ενώτια με κρεμαστές μορφές (Νίκες, Σειρήνες, Έρωτες, κ.ά.) και δίσκο με ένθετο ημιπολύτιμο λίθο είναι γνωστά σε όλο τον ελληνιστικό κόσμο κατά τα τέλη του 3ου και τον 2ο αι. π.Χ. Τα διακοσμητικά μοτίβα είναι σχεδόν πάντα φτερωτά όντα. Η συχνή ανεύρεσή τους σε τάφους επιτρέπει την υπόθεση ότι τα συγκεκριμένα όντα συνδέονται με μεταφυσικές δοξασίες περί της μετάβασης της ψυχής στον άλλο κόσμο και επιτρέπει την ερμηνεία τους ως "ψυχοπομπών", που ταξιδεύουν με τα φτερά τους την ψυχή πάνω από στεριές και θάλασσες.
πηλός
Ειδώλιο γυναικείας μορφής στον τύπο της "Ταναγραίας". Στρέφεται ελαφρά προς τα πλάγια και φορά χιτώνα και ιμάτιο που καλύπτει τα χέρια. Η ονομασία "Ταναγραίες" οφείλεται στην ανεύρεση πληθώρας παρόμοιων ειδωλίων στα νεκροταφεία της βοιωτικής Τανάγρας τον 19ο αιώνα. Πρόκειται για τύπο ειδωλίων της Ελληνιστικής περιόδου που χρονολογείται από τα τέλη του 4ου ως το τέλος του 3ου αι. π.Χ. Για μεγάλο διάστημα οι "Ταναγραίες" αποδίδονταν σχεδόν αποκλειστικά σε βιοωτικά εργαστήρια. Σήμερα όμως γνωρίζουμε ότι κατασκευάζονταν μαζικά σε όλη την έκταση του ελληνιστικού κόσμου, και πως η Αττική υπήρξε το πραγματικό λίκνο αυτού του τύπου. Οι μορφές αυτές ήταν κατασκευασμένες σε μήτρα. Απεικονίζονταν όρθιες, καθιστές ή σε χορευτική κίνηση, κρατούσαν ριπίδια (βεντάλιες), μουσικά όργανα, είχαν καπέλα, στεφάνια, μάσκες και ήταν χρωματισμένες. Η χρήση τους δεν ήταν μόνο ταφική, αλλά χρησίμευαν και ως διακοσμητικά αγαλματάκια στα σπίτια.
πηλός
Ειδώλιο γυναικείας μορφής στον τύπο της "Ταναγραίας" με περίτεχνη κόμμωση και έντονη χρωματική διακόσμηση. Κρατά ριπίδιο (βεντάλια) και στηρίζεται στο δεξί πόδι. Οι "Ταναγραίες", που οφείλουν την ονομασία τους στην ανεύρεση πολυάριθμων ειδωλίων του συγκεκριμένου τύπου στην Τανάγρα της Βοιωτίας το 19ο αιώνα (αλλά σήμερα γνωρίζουμε ότι κατασκευάζονταν σε όλη την έκταση του ελληνιστικού κόσμου), πιστεύεται ότι απεικονίζουν θνητές. Τόσο η εμφάνιση όσο και η εξέλιξή τους υπήρξε συνυφασμένη με τη μεγάλη πλαστική, και συγκεκριμένα με τη στροφή που παρατηρείται από τον 4ο αι. π.Χ. προς τη φυσιοκρατία. Η τάση των καλλιτεχνών να εγκαταλείψουν τον ιδεαλισμό της Κλασικής περιόδου και να αφοσιωθούν στην απόδοση του εσωτερικού κόσμου των απλών ανθρώπων, σε συνδυασμό με τη γενικότερη βελτίωση της κοινωνικής θέσης της γυναίκας κατά την Ελληνιστική περίοδο, οδήγησαν στην επικράτηση ενός νέου - πιο αισθησιακού - προτύπου γυναικείας ομορφιάς.
πηλός
Αλάβαστρα όμοια με το εικονιζόμενο, χρησιμοποιούνταν για τη φύλαξη και μεταφορά αρωματικών ελαίων και πολλές φορές ανακαλύπτονται σε δωμάτια όπου διέμεναν γυναίκες (γυναικωνίτες). Τα μικροσκοπικά αυτά σκεύη έχουν στενό λαιμό και φαρδύ επίπεδο χείλος ώστε να διευκολύνεται ο έλεγχος της ροής του υγρού που περιείχαν. Τα τυπολογικά πρότυπα του σχήματος εντοπίζονται στην Εγγύς Ανατολή και την Αίγυπτο, όπου και συχνά κατασκευάζονταν από πραγματικό αλάβαστρο (εξού και η ονομασία τους).
γυαλί
Αμφορίσκος από φυσητό διάφανο γυαλί. Οι ακανόνιστες λαβές έχουν κατασκευαστεί χωριστά από σκούρο γαλάζιο γυαλί. Ο συγκεκριμένος τύπος αγγείου ανάγεται στον 1ο αι. μ.Χ., συνέχισε πάντως να παράγεται έως τον 4ο αι. μ.Χ. Η τεχνική του φυσητού γυαλιού η οποία έφερε πραγματική επανάσταση στην υαλουργία και συνέβαλε αποφασιστικά στην ευρύτατη διάδοσή της, είναι η ίδια η οποία χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα. Κατά τη διαδικασία παρασκευής του φυσητού γυαλιού, ο υαλουργός χρησιμοποιούσε έναν θερμό μεταλλικό σωλήνα γύρω από τον οποίο τύλιγε λιωμένο γυαλί. Έπειτα φυσούσε μέσα από το σωλήνα αυτόν (τον φυσητήρα) και σχημάτιζε μια φούσκα γυαλιού, την οποία μπορούσε να μορφοποιήσει χρησιμοποιώντας περιστροφική κίνηση. Μετά αποσπούσε τον σωλήνα με τη βοήθεια μιας άλλης ράβδου. Σχημάτιζε τα επιμέρους στοιχεία του αγγείου, όπως τον λαιμό, και τοποθετούσε τα επιπρόσθετα μέρη, όπως οι λαβές. Τέλος, η ράβδος απομακρυνόταν και το αγγείο έπρεπε να ψυχθεί. Επειδή, όμως, η επιφάνεια του λιωμένου γυαλιού κρυώνει πιο γρήγορα από το εσωτερικό, συχνά δημιουργούνταν ραγίσματα και σπασίματα. Για να ελαχιστοποιηθούν αυτοί οι κίνδυνοι, η ψύξη του γυαλιού γινόταν σε ειδικούς κλιβάνους, τους λεγόμενους "φούρνους ανόπτησης", οι οποίοι έδιναν τη δυνατότητα ελεγχόμενης ψύξης.
γυαλί
Κομψή, χειροποίητη πρόχους από φυσητό γυαλί, πιθανότατα συριακής προέλευσης. Η επεξεργασία του φυσητού γυαλιού εφευρέθηκε στα μέσα του 1ου αι. π.Χ. και η σημασία της υπήρξε τεράστια για την ιστορία του γυαλιού. Είναι γενικώς αποδεκτό σήμερα πως η καινοτομία αυτή έλαβε για πρώτη φορά χώρα στις ανατολικές ακτές της Μεσογείου, πιθανότατα στη Συροπαλαιστίνη, όπου και υπήρχε μακρότατη παράδοση υαλουργίας. Με την ανακάλυψη αυτή η παραγωγή γυάλινων αντικειμένων έγινε πολύ ευκολότερη και πιο οικονομική. Έτσι τα γυάλινα αντικείμενα έπαψαν να αποτελούν προϊόντα πολυτελείας και έγιναν προσβάσιμα σε ευρύτατα κοινωνικά στρώματα. Οι δύο αιώνες μετά την ανακάλυψη της νέας τεχνικής ήταν αιώνες πειραματισμού στις μεθόδους και τα σχήματα. Κατά τον 3ο και 4ο αι. μ.Χ., όμως, παρατηρείται σημαντική αύξηση της παραγωγής και διακίνησης γυάλινων αγγείων και άλλων αντικειμένων.
Please rotate your device to portrait view.