EN

ΑΝΟΙΧΤΑ ΣΗΜΕΡΑ ΕΩΣ ΤΙΣ 17:00

Οικισμοί των Κυκλάδων της 3ης χιλιετίας π.Χ.

ΚΥΚΛΑΔΙΚΗ ΤΕΧΝΗ

Την ίδια περίοδο αναπτύσσονται και άλλοι πολιτισμοί στην ηπειρωτική Ελλάδα (Πρωτοελλαδικός), την Κρήτη (Πρωτομινωικός) και το ανατολικό Αιγαίο.

Ο Πρωτοκυκλαδικός πολιτισμός καλύπτει το διάστημα από το 3200 π.Χ. έως το 2000 π.Χ. περίπου και διακρίνεται σε τρεις υποπεριόδους: την Πρωτοκυκλαδική Ι (περ. 3200 – 2800 π.Χ.), την Πρωτοκυκλαδική ΙΙ (περ. 2700 – 2400/2300 π.Χ.) και την Πρωτοκυκλαδική ΙΙΙ (περ. 2300 – 2000 π.Χ.). Ανάμεσα σε αυτές τις υποπεριόδους έχουν αναγνωριστεί δύο μεταβατικές φάσεις: η μεταβατική φάση από την Πρωτοκυκλαδική Ι στην Πρωτοκυκλαδική ΙΙ περίοδο, η λεγόμενη «φάση Κάμπου» (περ. 2800 – 2700 π.Χ.) και η μεταβατική φάση από την Πρωτοκυκλαδική ΙΙ στην Πρωτοκυκλαδική ΙΙΙ περίοδο, η λεγόμενη «φάση Καστριού» (περ. 2500/2400 – 2300 π.Χ.).

Καθώς, έως σήμερα, δεν υπάρχουν τεκμήρια γραφής της περιόδου, οι πληροφορίες μας για τον πολιτισμό αυτό προέρχονται από τα κινητά και τα ακίνητα ευρήματα στους οικισμούς και τα νεκροταφεία του.

Άποψης της θέσης Κάβος – Δασκαλιό
Πηγή: C. Renfrew, O. Philaniotou, N. Brodie, G. Gavalas, M. J. Boyd (eds), The Sanctuary on Keros and the Origings of Aegean Ritual Practice: the excavations of 2006-2008, II: Kavos and the Special Deposits, Cambridge, 2015

Οι οικισμοί της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού στις Κυκλάδες χτίζονταν σε θέσεις οι οποίες εξασφάλιζαν στους κατοίκους αφ’ ενός τη δυνατότητα θαλάσσιας επικοινωνίας και ασφαλή αγκυροβόλια και αφ’ ετέρου προστασία από φυσικές θεομηνίες ή εχθρικές επιθέσεις.

Για την εγκατάστασή τους επιλέγονταν συνήθως ακρωτήρια, χαμηλοί λόφοι, πλαγιές ή φύσει οχυρές θέσεις κοντά στη θάλασσα, δεν λείπουν όμως και οι περιπτώσεις οικισμών που βρίσκονταν στην ενδοχώρα των νησιών.

ΠΡΩΤΟΚΥΚΛΑΔΙΚΗ Ι ΠΕΡΙΟΔΟΣ (3200 – 2800 Π.Χ.)

Η Πρωτοκυκλαδική Ι περίοδος, είναι γνωστή και ως ομάδα Γρόττας – Πηλού (περ. 3500 – 2700 π.Χ.) από τις ομώνυμες θέσεις της Νάξου και της Μήλου αντίστοιχα. Οι γνώσεις μας για την κατοίκηση κατά την περίοδο αυτή είναι ελάχιστες, καθώς δεν έχουν μέχρι στιγμής βρεθεί μεγάλοι οργανωμένοι οικισμοί. Αν και έχει υποτεθεί ότι αυτό μπορεί να οφείλεται στη χρήση φθαρτών υλικών, είναι πιθανότερο ότι αντανακλά τον τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας. Η μεγάλη γεωγραφική διασπορά των νεκροταφείων της περιόδου σε συνδυασμό με το μικρό τους μέγεθος, υποδηλώνει ότι εξυπηρετούσαν μικρές και σχετικά απομονωμένες οικιστικές μονάδες, ενδεχομένως αγροικίες, όπου κατοικούσαν τα μέλη μιας ευρύτερης οικογένειας, επομένως ο πληθυσμός των εγκαταστάσεων αυτών δεν ξεπερνούσε τις λίγες δεκάδες. Τα λιγοστά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα από τη Γρόττα της Νάξου (περ. 3200 – 3000 π.Χ.) μαρτυρούν ότι τα σπίτια ελάχιστα διέφεραν από εκείνα της Τελικής Νεολιθικής στην Κεφάλα της Κέας. Ήταν περίπου ορθογώνια, με ένα ή δύο δωμάτια και τοίχους προσεκτικά κτισμένους είτε απευθείας στον φυσικό βράχο είτε επάνω σε υπόστρωμα από μικρές πέτρες.

Εν τούτοις, ένας τουλάχιστον οικισμός, αυτός στη Μαρκιανή της Αμοργού, φαίνεται ότι ήταν οχυρωμένος κατά την Πρωτοκυκλαδική Ι περίοδο (περ. 3200 – 2800 π.Χ.) στην προσπελάσιμη βόρεια πλευρά του, καθώς στο υπόλοιπο τμήμα υπάρχει μια πολύ απότομη κλίση προς τη θάλασσα. Ο οικισμός κατοικούνταν αδιάκοπα από την Πρωτοκυκλαδική Ι έως την Πρωτοκυκλαδική ΙΙΙ περίοδο (περ. 3200 – 2200 π.Χ.). Μελέτη της διάβρωσης του εδάφους που πραγματοποιήθηκε στον οικισμό έδειξε αδιάκοπη κατοίκηση για περίπου 800 χρόνια. Το οχυρωματικό τείχος με τους πεταλόσχημους προμαχώνες του, είναι κτισμένο απευθείας επάνω στον φυσικό βράχο. Οι προμαχώνες του λόφου της Μαρκιανής δεν διαφέρουν από τα μέχρι τώρα γνωστά παραδείγματα οχυρώσεων της Πρωτοκυκλαδικής ΙΙ περιόδου (περ. 2700 – 2400/2300 π.Χ.) στο Αιγαίο (Καστρί Σύρου, Κορφάρι των Αμυγδαλιών στον Πάνορμο Νάξου).

Η έρευνα καταδεικνύει ότι είχε μεγαλύτερη διάρκεια κατοίκησης, αφού η ανασκαφική έρευνα έδειξε ότι εγκαταλείφθηκε κατά την Πρωτοκυκλαδική ΙΙΙ περίοδο (περ. 2200 π.Χ.). Το κάθε νοικοκυριό καταλάμβανε 40 με 80 τ.μ. Συνολικά ο οικισμός φαίνεται να απαρτιζόταν από περίπου 12 έως 15 νοικοκυριά, με πληθυσμό 60 έως 75 άτομα. Η οχύρωση της Μαρκιανής χρονολογείται κατά την Πρωτοκυκλαδική Ι (περ. 3200 – 2800 π.Χ.), ενώ οι προμαχώνες κατά την Πρωτοκυκλαδική ΙΙ περίοδο (περ. 2700 – 2400/2300), γεγονός που ενισχύεται και από τα τυπολογικά παράλληλα στο Καστρί της Σύρου και στο Κορφάρι των Αμυγδαλιών στη Νάξο. Μολονότι ο βόρειος προμαχώνας θεωρείται σε γενικές γραμμές υστερότερη προσθήκη, κάποιες λεπτομέρειες, όπως για παράδειγμα η σχέση των λίθων του με το οχυρωματικό τείχος, καθώς και η μακρά και αδιάκοπη κατοίκηση, επιτρέπουν την υπόθεση μιας πρωιμότερης χρονολόγησης.

ΠΡΩΤΟΚΥΚΛΑΔΙΚΗ ΙΙ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (2700 – 2400/2300 Π.Χ.)

Στη φάση της ακμής του Πρωτοκυκλαδικού πολιτισμού, κατά την Πρωτοκυκλαδική ΙΙ περιόδο (περ. 2700 – 2400/2300 π.Χ.), οι οικισμοί πυκνώνουν. Άλλοτε βρίσκονται σε μικρές χερσονήσους, άλλοτε σε χαμηλούς λόφους και το μέγεθός τους ποικίλλει. Κάποιοι από αυτούς οχυρώνονται, όπως η ακρόπολη του Καστριού στη Σύρο και του Πανόρμου στη Νάξο. Ο πολεοδομικός σχεδιασμός των οικισμών προσαρμόζεται στη μορφολογία του εδάφους, τα σπίτια είναι λιθόκτιστα και συνήθως αποτελούνται από ένα, δύο ή τρία δωμάτια και υπαίθριους χώρους.

Η Πρωτοκυκλαδική ΙΙ περίοδος αποκαλείται και «χρυσή εποχή» του Πρωτοκυκλαδικού πολιτισμού, ακριβώς επειδή την περίοδο εκείνη πραγματοποιούνται σημαντικές τεχνολογικές εξελίξεις και νεωτερισμοί που αφορούν σε όλους τους τομείς της πολιτισμικής δημιουργίας και έκφρασης. Έτσι, η ανάπτυξη της οικονομίας και κατ’ επέκταση η αύξηση του πληθυσμού, είναι ορατές και στα κατάλοιπα των ανθρώπων της εποχής, τα κινητά και τα ακίνητα ευρήματα στους οικισμούς και τα νεκροταφεία της εποχής.

Ένας από τους μεγαλύτερους οικισμούς της περιόδου είναι ο Σκάρκος της Ίου, με έκταση περίπου 11 στρεμμάτων. Διαθέτει φυσικό λιμάνι και η θέση είναι περιτριγυρισμένη από καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Η βασική περίοδος κατοίκησης είναι η Πρωτοκυκλαδική ΙΙ. Ο οικισμός βρίσκεται στην κορυφή του λόφου και λίγα είναι τα κτήρια που χρονολογούνται στην πρωιμότερη φάση, πιθανώς στη φάση μετάβασης Πρωτοκυκλαδικής Ι προς Πρωτοκυκλαδική ΙΙ (περ. 2800 – 2700 π.Χ.). Ο οικισμός διαρθρώνεται σε 10 νησίδες και 55 κτήρια (προσθετική αρχιτεκτονική, δηλαδή μεγάλωνε με την κατασκευή νέων κτηρίων που προστίθενται στα προηγούμενα). Οργανώνεται ομόκεντρα αλλά δεν προστατεύεται από ξεχωριστό αμυντικό τείχος. Στις αρχές, όμως, της Πρωτοκυκλαδικής ΙΙ (περ. 2700 π.Χ.), φαίνεται ότι χρειάστηκε να αυξηθεί το επίπεδο προστασίας κι αυτό έγινε με την σφράγιση των ανοιγμάτων της εξωτερικής ζώνης των τοίχων του οικισμού. Έτσι, τα κτήρια της εξωτερικής ζώνης μετατράπηκαν σε ενιαίο περιμετρικό τείχος για την οριοθέτηση και την προστασία του χώρου, χωρίς παράλληλο στην Πρωτοκυκλαδική αρχιτεκτονική (ενδεχομένως γιατί δεν σώζονται ή δεν έχουν ανασκαφεί ως τώρα αντίστοιχες περιπτώσεις). Τα κτήρια του Σκάρκου είναι διώροφα και πολλά διατηρούνται μέχρι το ύψος του άνω ορόφου (3 ή και 4 μ.), ενώ είναι τοποθετημένα σε ομόκεντρες ζώνες γύρω από δρόμους και μικρές πλατείες. Πρόκειται για έναν καλά σχεδιασμένο οικισμό, με μικρές πλατείες, φαρδείς δρόμους, διώροφα κτήρια και σύστημα αποστράγγισης των υδάτων που διατρέχει όλη του την έκταση, από την κορυφή του λόφου ως τη βάση του. Ο σχεδιασμός του Σκάρκου υποδεικνύει υψηλό επίπεδο οργανωμένης κοινοτικής προσπάθειας και εργασίας για τη δημιουργία του και τα ανασκαφικά ευρήματα δείχνουν ότι συμμετείχε στα περιφερειακά δίκτυα εμπορικών ανταλλαγών. Γεωργικές, βιοτεχνικές και εμπορικές δραστηριότητες αναπτύσσονταν, ενώ παράλληλα η εξειδίκευση είναι εμφανής (κτίστες, αγγειοπλάστες, κατασκευαστές εργαλείων, μαρμαροτεχνίτες).

Αεροφωτογραφία του οικισμού στο Δασκαλιό
Πηγή: C. Renfrew, O. Philaniotou, N. Brodie, G. Gavalas, M. J. Boyd (eds), The Sanctuary on Keros and the Origings of Aegean Ritual Practice: the excavations of 2006-2008, II: Kavos and the Special Deposits, Cambridge, 2015

Ο μεγαλύτερος, έως σήμερα γνωστός, πρωτοκυλυκλαδικός οικισμός είναι το Δασκαλιό της Κέρου, με έκταση περίπου 13 στρεμμάτων και συνεχή κατοίκηση από την αρχή της Πρωτοκυκλαδικής ΙΙ περιόδου έως και την αρχή της Πρωτοκυκλαδικής ΙΙΙ περιόδου (περ. 2800/2700 – 2250 π.Χ.). Πρόκειται για μια νησίδα που κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού ήταν ενωμένη με τη γειτονική Κέρο και βρισκόταν σε άμεση συνάρτηση και σχέση με τη θέση Κάβος της Κέρου, έναν τόπο μεγάλης συμβολικής σημασίας για τους νησιώτες της εποχής, στον οποίο λάμβαναν χώρα πρωταρχικές αποθέσεις σκόπιμα κατακερματισμένων αντικειμένων. Το Δασκαλιό είναι απότομο σε όλη του την έκταση, κάτω από την κορυφή.

Για τον λόγο αυτόν, κατασκευάστηκαν αναλημματικοί τοίχοι (terrace walls), ώστε να δημιουργηθούν επίπεδες επιφάνειες (άνδηρα), επάνω στις οποίες κατασκευάστηκαν τα κτήρια. Αν και ο αρχικός σκοπός τους ήταν η δημιουργία επίπεδων επιφανειών ώστε να κατασκευαστούν τα κτήρια, οι τοίχοι αυτοί ενδεχομένως λειτούργησαν και ως μέσον προστασίας του οικισμού. Οι περίτεχνες αυτές πεζούλες δημιουργήθηκαν σε έδαφος με ιδιαίτερα δύσκολη μορφολογία. Αρκετά κτήρια ήταν διώροφα, στην πλειονότητά τους όμως, μη οικιστικού χαρακτήρα. Όλα είναι κατασκευασμένα από μάρμαρο Νάξου, η μεταφορά του οποίου απαιτούσε υψηλό επίπεδο οργανωμένης κοινοτικής προσπάθειας και ίσως μια μορφή κεντρικής διαχείρισης ή εξουσίας.

Η εγκατάσταση διέθετε σύστημα αποστράγγισης των υδάτων και μνημειακή κλίμακα εισόδου στον οικισμό. Μεταλλουργικά εργαστήρια, μεγάλος αριθμός χάλκινων αντικειμένων, καθώς και κατάλοιπα επεξεργασίας των μετάλλων, έδειξαν ότι η μεταλλουργία και η μεταλλοτεχνία ήταν οι βασικότερες δραστηριότητες των ανθρώπων στο Δασκαλιό. Ο οικισμός βρισκόταν στο κέντρο ενός πολύπλοκου δικτύου ανάμεσα στα νησιά του κεντρικού Αιγαίου, άμεσα συνδεδεμένο με τις ιεροπραξίες και τις συμβολικές αποθέσεις στον Κάβο της Κέρου, θέση που έχει ερμηνευθεί ως υπαίθριο παν-κυκλαδικό ιερό της περιόδου. Ο προσεκτικός σχεδιασμός, η μεταφορά τόνων μαρμάρου από τη Νάξο για την κατασκευή των κτηρίων, οι ικανότητες και ο συντονισμός που απαιτούνταν για το όλο εγχείρημα, υποδηλώνουν το εύρος της μαζικής προσπάθειας και επομένως τη σημασία του κέντρου αυτού για τις νησιωτικές κοινωνίες της εποχής.

Φάση Καστριού (περ. 2500/2400 – 2300 Π.Χ.)

Κατά το β΄ μισό της 3ης χιλιετίας π.Χ. παρατηρούνται αναταραχές και ανακατατάξεις στον ευρύτερο αιγαιακό χώρο, που ενδεχομένως διαταράσσουν την περίοδο ακμής. Σχετίζονται ίσως με πληθυσμιακές μετακινήσεις ή με διαμάχες για τον έλεγχο των μεταλλοφόρων πηγών και των δικτύων διακίνησής τους. Ως εκ τούτου, πολλοί οικισμοί εγκαταλείφθηκαν προσωρινά, ενώ κάποιοι άλλοι καταλήφθηκαν έπειτα από εχθρική επιδρομή. Παράλληλα, ιδρύθηκαν νέοι οικισμοί σε δυσπρόσιτες περιοχές, οι οποίοι προστατεύονταν από ισχυρές οχυρώσεις.

Οι αλλαγές αυτές φαίνονται και σε μια συγκεκριμένη ομάδα κυρίως της κεραμεικής, την ονομαζόμενη Ομάδα Καστριού (περ. 2500/2400 – 2300 π.Χ.) που περιλαμβάνει ιδιαίτερα σχήματα, όπως, η ραμφοειδόστομη πρόχους, το μόνωτο κύπελλο (tankard), το δέπας αμφικύπελλο κ.ά., τα οποία εμφανίζονται σε όλο σχεδόν το γεωγραφικό εύρος των Κυκλάδων (Πάνορμος Νάξου, Καστρί Σύρου, Αγία Ειρήνη Κέας, Φυλακωπή Μήλου, Ακρωτήρι Θήρας, Μαρκιανή Αμοργού, Δασκαλιό Κέρου). Η Ομάδα Καστριού συνδέθηκε κατ’ επέκταση και με τους οικισμούς στους οποίους εντοπίστηκε. Η θεωρία της προέλευσης των τύπων αυτών από την Ανατολή είχε πολλούς αποδέκτες στην επιστημονική κοινότητα και αναγνωρίστηκαν τυπολογικά παράλληλα στη Μικρά Ασία, καθώς και στο ανατολικό και βορειοανατολικό Αιγαίο. Ανατολικής προέλευσης θεωρείται και ο τύπος οχύρωσης με πεταλόσχημους προμαχώνες.

Το Καστρί της Σύρου αποτελεί έναν από τους πλέον αντιπροσωπευτικούς οικισμούς της περιόδου. Ο λόφος είναι φυσικά οχυρός στα νότια, ενώ ημικυκλικό τείχος προστατεύει το υπόλοιπο τμήμα του. Τρεις περίβολοι ορίζουν την οχύρωσή του: το προτείχισμα, το κυρίως τείχος με τους πεταλόσχημους πύργους και το τοξοειδές τείχος της κορυφής του υψώματος. Υπήρξε δηλαδή, εκ των προτέρων σχεδιασμός ενός σύνθετου οχυρωματικού έργου εκ μέρους μιας προφανώς καλά οργανωμένης κοινότητας. Πίσω από το τοξοειδές τείχος βρίσκονταν τα κτήρια κατοίκησης.

Τα κτήρια είναι σχετικά μικρά, με ένα ή δύο δωμάτια, ορθογώνια ή καμπυλόγραμμα. Η έρευνα, τα τελευταία χρόνια, έδειξε ότι τόσο ο οικισμός όσο και η οχύρωση ανήκουν στη φάση Καστριού (περ. 2500/2400 – 2200 π.Χ.). Σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του οικισμού φαίνεται ότι έπαιξε η μεταλλουργία. Βρέθηκαν μεταλλικά αντικείμενα (πελέκεις, εγχειρίδια, αιχμές δοράτων), καθώς και ένα εντυπωσιακό αργυρό διάδημα με στικτή διακόσμηση, που εικονίζει ανθρώπινες μορφές και μορφές ζώων. Βρέθηκαν επίσης, πήλινες χoάνες για την τήξη των μετάλλων, καθώς και ανοιχτές μήτρες από σχιστόλιθο και πηλό για την κατασκευή εργαλείων και όπλων.

Στη φάση Καστριού εισάγεται και η χρήση κασσιτερούχου χαλκού με προέλευση πιθανότατα από τη Μικρά Ασία ή την ανατολική Μεσόγειο, γεγονός που υποδηλώνει τα νέα εμπορικά δίκτυα που άνοιξε η τεχνολογική εξέλιξη της μεταλλουργίας. Χαρακτηριστικά, ως προς την ανάπτυξη των δικτύων αυτών, είναι τα περίφημα τηγανόσχημα σκεύη της Σύρου, με παραστάσεις μακρόστενων κωπήλατων πλοίων της περιόδου. Ο οικισμός του Καστριού είχε και αυτός σχετικά μικρή διάρκεια ζωής και υπάρχουν ενδείξεις ότι εγκαταλείφθηκε μετά από πολεμική σύγκρουση.

Το Κορφάρι των Αμυγδαλιών στον Πάνορμο της Νάξου είναι λόφος με ομαλές πλαγιές και η φυσική του οχύρωση έγκειται στο ότι δεν είναι εύκολα ορατός τόσο από τη θάλασσα όσο και από τη στεριά, εποπτεύει όμως πλήρως το φυσικό λιμάνι του Πανόρμου. Η εγκατάσταση  καταλαμβάνει έκταση 285 τ.μ. και περιλαμβάνει 20 λιθόκτιστα δωμάτια.

Η ανασκαφική έρευνα έδειξε ότι πρόκειται πιθανότατα για οχυρό της φάσης Καστριού (περ. 2500/2400 – 2200 π.Χ.) που εγκαταλείφθηκε και σε αυτήν την περίπτωση μετά από βίαιη εχθρική επίθεση. Βρέθηκαν αποθηκευτικά κυρίως αγγεία για τη φύλαξη αγαθών σε μεγαλύτερες ποσότητες, αγαθά απαραίτητα για την επιβίωση της κοινότητας, που ίσως φανερώνουν  τον στόχο των εισβολέων, εφ’ όσον επρόκειτο για ληστρική επιδρομή. Στο Κορφάρι το περιμετρικό τείχος του μικρού οχυρού περιλάμβανε πύργους, που όμως δεν ήταν εξωτερικές προσθήκες, όπως στην περίπτωση του Καστριού της Σύρου.

Ανατολή στο όρος Κύνθος
Πηγή: D. Baud-Bovy, F. Boissonnas, Des Cyclades en Crète au gré du vent, Γενεύη 1919, 41

Στην κορυφή του όρους Κύνθου στη Δήλο ήρθε στο φως πρωτοκυκλαδικός οικισμός της ίδιας περιόδου. Είναι χτισμένος γύρω από μια κεντρική κορυφή και ήταν οχυρωμένος με τείχος και πιθανώς πεταλόσχημους προμαχώνες.

Στην περίπτωση αυτού του οικισμού, το τείχος αποτελούσαν οι παχύτεροι εξωτερικοί τοίχοι των σπιτιών, γύρω από την επίπεδη κορυφή του λόφου. Οι νησίδες κατοίκησης οργανώνονται όπως στο Καστρί και τον Πάνορμο. Βρέθηκαν αψιδωτά κτήρια, χωρίς παράλληλο στις Κυκλάδες. Η εγκατάσταση στον Κύνθο εγκαταλείφθηκε κατά την Πρωτοκυκλαδική ΙΙΙΑ (τέλος 3ης χιλιετίας π.Χ.).

ΠΡΩΤΟΚΥΚΛΑΔΙΚΗ ΙΙΙ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (2300 – 2000 Π.Χ.)

Τα στοιχεία που διαθέτουμε για τους οικισμούς της Πρωτοκυκλαδικής ΙΙΙ περιόδου (περ. 2300 – 2000 π.Χ.) είναι ελάχιστα και προέρχονται κυρίως από την πόλη Ι της Φυλακωπής της Μήλου.

Θεωρείται ότι πρέπει να ήταν μεγαλύτεροι  και να διέθεταν έναν οργανωμένο πολεοδομικό σχεδιασμό αποτελούμενο από μικρά σπίτια επιμελημένης κατασκευής.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η δημιουργία οχυρωμένων οικισμών στο β΄μισό της 3ης χιλιετίας π.Χ., οι ενδείξεις για πολεμική σύγκρουση στο Καστρί της Σύρου και στο Κορφάρι των Αμυγδαλιών στον Πάνορμο της Νάξου, καθώς και η εγκατάλειψή τους, ερμηνεύθηκαν από τους μελετητές ως συνέπεια μιας περιόδου αναταραχών στα νησιά των Κυκλάδων, ενδεχομένως με τον ερχομό ξένων πληθυσμών από την περιοχή της Μικράς Ασίας.

Το ζήτημα όμως, των επιδράσεων της Ανατολής στα νησιά των Κυκλάδων φαίνεται να είναι πολυσύνθετο, δεδομένου ότι η εντατικοποίηση της μεταλλουργίας άνοιξε νέους εμπορικούς δρόμους και αναπόφευκτα οδήγησε σε πολιτισμικές επαφές και αλληλεπιδράσεις. Στο τέλος της 3ης και στις αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ. εντοπίζονται οικισμοί που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως μικρές πόλεις. Η μεταβατική αυτή περίοδος οπωσδήποτε απετέλεσε μια εποχή εξελικτικών αλλαγών και πρωτοποριακών μετασχηματισμών στην ευρύτερη περιοχή του Αιγαίου.