EN

ΚΛΕΙΣΤΑ ΣΗΜΕΡΑ

Η τέχνη των Γεωμετρικών χρόνων

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ

ΜΙΑ ΝΕΑ ΑΡΧΗ

Η κατάρρευση του μυκηναϊκού πολιτισμού (τέλη 13ου αι. π.Χ.) οδήγησε σε παρακμή τις κοινωνίες και τις τέχνες του Αιγαίου. Μαζί με τη γραφή, χάθηκαν για πολλούς αιώνες η μνημειακή αρχιτεκτονική, η ζωγραφική, η σφραγιδογλυφία, η ελεφαντουργία και οι πιο προηγμένες τεχνικές κατεργασίας του μετάλλου και του λίθου.

Κάποιες αναλαμπές παρατηρούνται κατά τον 12ο αι. π.Χ., αλλά για τους επόμενους τέσσερις αιώνες (11ος – 8ος  αι. π.Χ.) η καλλιτεχνική έκφραση θα περιοριστεί στην παραγωγή μικρών ειδωλίων, μετάλλινων αγγείων και μικρής ποσότητας χάλκινων –ή σπανιότερα χρυσών– κοσμημάτων. Μόνο η αγγειοπλαστική δεν επηρεάζεται από τη γενικότερη ύφεση. Πλέον, όμως, τα αγγεία διακοσμούνται με απλά γεωμετρικά μοτίβα, γεγονός που ευθύνεται για την ονομασία “Γεωμετρική περίοδος”.

ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ ΤΕΧΝΗ

Ένθρονες γυναικείες μορφές, πιθανώς σκηνή θρήνου (λεπτομέρεια αγγείου) 730 – 715 π.Χ. ΝΓ1102
© Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης

Η γεωμετρική τέχνη είναι γνωστή κυρίως από ανασκαφές νεκροταφείων και λιγότερο από ιερά και οικισμούς. Η θρησκευτική λατρεία και οι ταφικές τελετές είχαν κεντρική θέση στη ζωή των Ελλήνων της Γεωμετρικής περιόδου, και τα περισσότερα τέχνεργα της εποχής είχαν λατρευτική ή ταφική χρήση. Το γεγονός αυτό εξηγεί εν μέρει τον συντηρητισμό που παρατηρείται για πολλούς αιώνες στην εξέλιξη της τέχνης. Η αποστολή του τεχνίτη της Γεωμετρικής περιόδου ήταν να αναπαράγει με ακρίβεια τις φόρμες και τα μοτίβα που είχε καθαγιάσει η παράδοση και όχι να πρωτοτυπήσει με νέες τεχνικές ή μεθόδους. Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον, δεν είναι περίεργο που, με ελάχιστες εξαιρέσεις, η παραστατική απεικόνιση αγνοήθηκε επιδεικτικά μέχρι τα μέσα του 9ου αι. π.Χ.

Όταν τελικά οι εικονιστικές σκηνές κάνουν την εμφάνισή τους γύρω στο 850 π.Χ. –πιθανότατα ως αποτέλεσμα των αυξημένων επαφών με την τέχνη των προηγμένων πολιτισμών της Εγγύς Ανατολής– οι καλλιτέχνες αποδίδουν τις μορφές με εντελώς σχηματικό τρόπο και έχουν μια αίσθηση προοπτικής που φαντάζει ξένη ή και πρωτόγονη στα μάτια του σύγχρονου θεατή. Ωστόσο, οι απεικονίσεις αυτές αποτελούν τις πρώτες απόπειρες ρεαλιστικής αναπαράστασης στην αρχαία ελληνική τέχνη και θα αποτελέσουν τη βάση για την μετέπειτα εξέλιξή της.

ΕΙΔΩΛΙΑ

Η ειδωλοπλαστική της περιόδου συνίσταται κυρίως σε χάλκινα και πήλινα ειδώλια. Ελάχιστα παραδείγματα γνωρίζουμε από άλλα υλικά, όπως ο λίθος ή το ελεφαντόδοντο (το τελευταίο κυρίως από την Κρήτη).

Οι μορφές αποδίδονται σχηματικά χωρίς κανένα ενδιαφέρον για τη ρεαλιστική απόδοση του σώματος. Τα ανθρωπόμορφα παραδείγματα έχουν σφαιρικές κεφαλές και σχεδόν τριγωνικά σώματα, ενώ τα ζωόμορφα ειδώλια έχουν κυλινδρικά σώματα και ρύγχη, επίπεδους λαιμούς και τριγωνικά άκρα.

Τα χάλκινα ειδώλια αναπαριστούν μορφές ανθρώπων και ζώων σε μικρό συνήθως μέγεθος. Κατά κανόνα είναι χυτά αν και κάποιες λεπτομέρειες αποδίδονται με σφυρηλάτηση. Συχνά, τα βρίσκουμε προσαρτημένα στις λαβές μεγάλων χάλκινων αγγείων (συνηθέστερα στον τριποδικό λέβητα).

Τα ανθρωπόμορφα ειδώλια απεικονίζουν κατά κύριο λόγο πολεμιστές και ηνιόχους σε άρματα, όπως επίσης και όρθιες γυναικείες μορφές, ανδρικές θεότητες και μυθολογικά πλάσματα (Μινώταυρος, Κένταυρος, κ.λπ.). Τα ζωόμορφα ειδώλια παριστάνουν κυρίως ίππους αλλά και βοοειδή και πτηνά.

Τα πήλινα ειδώλια της περιόδου ανήκουν στους ίδιους λίγο-πολύ τύπους. Συνήθως είναι χειροποίητα και συμπαγή αν και υπάρχουν ορισμένα τροχήλατα παραδείγματα, ενίοτε κοίλα εσωτερικά.

Ειδώλια ίππων συναντούμε και σε πώματα μεγάλων πήλινων πυξίδων της Ύστερης Γεωμετρικής περιόδου, που κατά κύριο λόγο απαντούν σε αριστοκρατικές ταφές. Επίσης, ορισμένα γεωμετρικά αγγεία είχαν μορφή πτηνών ή ζώων. Τα ειδώλια διακοσμούνταν με γεωμετρικά μοτίβα, ενίοτε δε μεγάλο μέρος της επιφανείας τους καλυπτόταν με στιλπνό μελανό γάνωμα (βερνίκι που αποκτά σκούρο χρώμα κατά το ψήσιμο).

ΚΟΣΜΗΜΑΤΑ

Οι συνηθέστεροι τύποι χάλκινων κοσμημάτων είναι οι περόνες και οι πόρπες, που χρησίμευαν κυρίως για να συγκρατούν στους ώμους τον πέπλο, ένα είδος ενδύματος που φαίνεται ότι άρχισε να χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια του 11ου αι. π.Χ. Υπάρχουν αρκετές παραλλαγές περονών και πορπών, ορισμένες εκ των οποίων μαρτυρούν επιδράσεις από τα Βαλκάνια και την κεντρική Ευρώπη. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι λεγόμενες «αττικο-βοιωτικές» πόρπες, που ήταν ασυνήθιστα ευμεγέθεις και είχαν μεγάλο τετράγωνο πλακίδιο διακοσμημένο με εγχάρακτα γεωμετρικά μοτίβα ή εικονιστικές παραστάσεις από τον φυσικό κόσμο ή τη μυθολογία. Οι πόρπες αυτές χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά ως αναθήματα σε ιερά ή ως ταφικά δώρα.

01
Ευμεγέθης πόρπη «βοιωτικού τύπου» με παράσταση πλοίου και ιχθύων στο πλακίδιο πόρπωσης 8ος αι. π.Χ. ΝΓ0561
© Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης
02
Σχεδιαστική αναπαράσταση της πόρπης ΝΓ0561 After Marangou 1992, 153 no. 238.
© Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης
01
Ευμεγέθης πόρπη «βοιωτικού τύπου» με παράσταση πλοίου και ιχθύων στο πλακίδιο πόρπωσης 8ος αι. π.Χ. ΝΓ0561
© Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης
02
Σχεδιαστική αναπαράσταση της πόρπης ΝΓ0561 After Marangou 1992, 153 no. 238.
© Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης

Η κατεργασία του χρυσού

Τα χρυσά κοσμήματα της περιόδου είναι λιγοστά, όμως μαρτυρούν δεξιοτεχνία στην κατασκευή και γνώση περίπλοκων τεχνικών, όπως η κοκκίδωση και η συρματερή τεχνική. Οι τεχνικές αυτές χρησιμοποιούνταν ευρύτατα στο Αιγαίο ήδη από τη Μυκηναϊκή εποχή, και φαίνεται ότι σε ορισμένες περιοχές, όπως η Εύβοια, κατάφεραν να επιβιώσουν και κατά τους λεγόμενους “Σκοτεινούς Χρόνους”.

Έχουν βρεθεί χρυσά περιδέραια, δαχτυλίδια και σκουλαρίκια, όμως ο συνηθέστερος τύπος της περιόδου είναι τα διαδήματα και οι ταινίες από λεπτό έλασμα χρυσού. Αυτά τα λεπτεπίλεπτα κοσμήματα συχνά έφεραν εμπίεστη διακόσμηση με ζώα και από τα τέλη του 7ου αι. π.Χ. με άρματα, σκηνές μάχης, σκηνές χορού και φανταστικά πλάσματα όπως Σφίγγες και Κενταύρους.

ΜΕΤΑΛΛΙΝΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ ΚΑΙ ΣΚΕΥΗ

Τα όπλα και τα εργαλεία της περιόδου κατασκευάζονται κατά κανόνα από σίδηρο, ο οποίος ως υλικό είναι ανθεκτικότερος και πιο αποτελεσματικός από τον χαλκό. Τα παραδείγματα που σώζονται ως τις μέρες μας είναι λιγοστά και περιλαμβάνουν ξίφη, εγχειρίδια, αιχμές δοράτων, μαχαίρια αλλά και οβελούς, κρατευτές, κ.λπ. Ο αμυντικός οπλισμός, ωστόσο, δηλαδή τα κράνη, οι ασπίδες και οι θώρακες, συνέχισαν να κατασκευάζονται από χαλκό, ο οποίος είναι πιο εύκαμπτος και αποκτά ευκολότερα το επιθυμητό σχήμα με σφυρηλάτηση.

Τα μετάλλινα αγγεία της περιόδου κατασκευάζονταν κυρίως από χαλκό και χρησίμευαν σχεδόν αποκλειστικά ως  προσφορές σε ιερά ή σε τάφους ευγενών. Ο τριποδικός λέβητας είναι ο συνηθέστερος τύπος, αλλά υπάρχουν και φιάλες διαφόρων μεγεθών όπως και αναθηματικές ασπίδες. Τα μετάλλινα αγγεία –ιδιαίτερα οι φιάλες– έφεραν συχνά εμπίεστη διακόσμηση με φυτικά μοτίβα ή παραστατικές σκηνές εμφανώς ανατολικής προέλευσης.

ΚΕΡΑΜΙΚΗ

Κατά την Πρωτογεωμετρική περίοδο (1025 – 900 π.Χ.), παρατηρούνται σημαντικές αλλαγές στην κεραμική παραγωγή και νέα σχήματα, όπως ο κρατήρας, η οινοχόη και ο σκύφος με ψηλό πόδι που αρχίζουν να χρησιμοποιούνται ευρύτερα.

Η διακόσμηση αποτελείται από ομόκεντρους κύκλους, που ζωγραφίζονται με πολλαπλό χρωστήρα  (πινέλο), ρόμβους, τεθλασμένες γραμμές και άλλα, απλά γεωμετρικά μοτίβα που τοποθετούνται μέσα σε πλατιές ταινίες στον λαιμό και το σώμα του αγγείου.

Κατά την Πρώιμη Γεωμετρική περίοδο (900 – 850 π.Χ.), τα καμπυλόγραμμα μοτίβα εγκαταλείπονται και αρχίζουν να χρησιμοποιούνται ευθύγραμμα και γωνιώδη γεωμετρικά σχήματα (όπως ο μαίανδρος), τα οποία τοποθετούνται σε στενές ταινίες ή μετόπες στον λαιμό και το σώμα του αγγείου, ενώ η υπόλοιπη επιφάνεια καλύπτεται με στιλπνό μελανό γάνωμα. Πρόκειται για έναν εντυπωσιακό τρόπο διακόσμησης που στόχο έχει να τονίσει τη γεωμετρική δομή του αγγείου.

Παρόμοιας λογικής είναι η διακόσμηση και κατά τη Μέση Γεωμετρική περίοδο (850 – 760 π.Χ.), μόνο που τώρα οι ζώνες με τα γραπτά μοτίβα καταλαμβάνουν μεγαλύτερο χώρο. Οι κεραμείς χρησιμοποιούν επίσης λεπτές ταινίες και μικρές μετόπες στον λαιμό για να τονίσουν το σχήμα και τη δομή του αγγείου. Την περίοδο αυτή κάνει δειλά την εμφάνισή της η εικονιστική αγγειογραφία: μεμονωμένα ζώα ή πτηνά, που αποδίδονται με περίγραμμα, τοποθετούνται σε μικρές μετόπες σε διάφορα σημεία του αγγείου.

Οι πρώτες εικονιστικές παραστάσεις

Η πραγματική επανάσταση στη διακόσμηση της κεραμικής συμβαίνει κατά την Ύστερη Γεωμετρική περίοδο (760 – 700 π.Χ.). Τα γεωμετρικά μοτίβα συνεχίζουν να καλύπτουν μεγάλο μέρος της επιφάνειας του αγγείου, όμως τώρα πρωτεύοντα ρόλο παίζουν οι παραστατικές σκηνές που απεικονίζουν ταφικές τελετές, μάχες σε στεριά και θάλασσα, πομπές αρμάτων ή ακόμη και μυθολογικές σκηνές.

Ο νέος τρόπος διακόσμησης αποτελεί αθηναϊκή επινόηση και αποδίδεται στο περίφημο εργαστήριο του Ζωγράφου του Διπύλου. Το εργαστήριο αυτό ήταν το πρώτο που δημιούργησε πολυπρόσωπες συνθέσεις οργανωμένες σε διαδοχικές ζώνες πάνω σε μνημειώδη αγγεία, που χρησίμευαν ως σήματα σε τάφους αριστοκρατών. Οι μορφές αποδίδονταν με σχηματικό τρόπο κάνοντας χρήση της «διπλής» προοπτικής: το κάτω μέρος του σώματος αποδιδόταν σε κατατομή, ενώ το στήθος και το πρόσωπο μετωπικά. Οι μορφές που υποτίθεται ότι βρίσκονταν σε πρώτο πλάνο ζωγραφίζονταν μεγαλύτερες και τοποθετούνταν στις κατώτερες ζώνες, ενώ εκείνες που υποτίθεται ότι βρίσκονταν στο βάθος ζωγραφίζονταν μικρότερες και τοποθετούνταν σε υψηλότερες ζώνες.

Η γένεση της μορφής 8ος αι. π.Χ.
Φωτ. Πάρις Ταβιτιάν © Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης

Το εργαστήριο του Διπύλου έφερε την ανθρώπινη μορφή στο προσκήνιο του καλλιτεχνικού ενδιαφέροντος και εισήγαγε την έννοια της αφηγηματικής τέχνης, που θα κυριαρχούσε τους επόμενους αιώνες. Πολλοί καλλιτέχνες στην Αθήνα και άλλα μέρη της Ελλάδας (Κόρινθος, Αργολίδα, Εύβοια, Κυκλάδες) ήταν έτοιμοι να υπηρετήσουν τη νέα τεχνοτροπία.

Όμως, στα τέλη του 8ου αι. π.Χ., η γεωμετρική τέχνη είχε ήδη φτάσει στα όριά της και σύντομα μια νέα τεχνική (μελανόμορφος ρυθμός) θα άνοιγε νέους δρόμους και θα έδινε στους αγγειογράφους τη δυνατότητα να αποδώσουν τις μορφές με μεγαλύτερη ακρίβεια και ελευθερία.