EN

ΑΝΟΙΧΤΑ ΣΗΜΕΡΑ ΕΩΣ ΤΙΣ 17:00

Η χρήση του χρώματος στην Κυκλαδική Τέχνη

ΚΥΚΛΑΔΙΚΗ ΤΕΧΝΗ

Η ΧΡΗΣΗ ΧΡΩΜΑΤΟΣ

Ίχνη χρωστικών ουσιών διατηρούνται σήμερα τόσο σε μαρμάρινα αντικείμενα όσο και σε πήλινα αγγεία και οστέινα εργαλεία και η μελέτη τους γίνεται με μακροσκοπικές μεθόδους, χημικές αναλύσεις και φωτογραφικές αποτυπώσεις με υπεριώδη ακτινοβολία. Τα χρώματα που χρησιμοποιούσαν οι Κυκλαδίτες ήταν κυρίως το κόκκινο και το γαλάζιο και, σπανιότερα, το πράσινο και το μαύρο. Τα χρώματα ήταν ορυκτά και προέρχονταν:

– το κόκκινο από οξείδια του σιδήρου (αιματίτη), ερυθρή ώχρα ή κιννάβαρι (θειούχο υδράργυρο), υλικό που δεν εντοπίζεται στο Αιγαίο και πιθανότατα εισαγόταν από τα Βαλκάνια ή την Μικρά Ασία

– το γαλάζιο από αζουρίτη (ανθρακικό χαλκό)

– το πράσινο από μαλαχίτη ή υδροξείδιο του αζουρίτη

– το μαύρο συναντάται σπάνια και πιθανόν προέρχεται από οξείδωση κάποιας άλλης χρωστικής, ίσως του αζουρίτη

ΧΡΩΜΑ ΚΑΙ ΑΓΓΕΙΑ

Μαρμάρινες φιάλες με λίθινο «τριπτήρα» και κομμάτια κόκκινης χρωστικής ουσίας 2700 – 2400/2300 π.Χ. ΣΠ0114, ΝΓ0066, ΕΤ0004, ΝΓ0476, ΝΓ0085
© Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης

Η διατήρηση χρώματος στο εσωτερικό των φιαλών είναι αρκετά συνηθισμένο φαινόμενο. Το χρώμα που απαντά συνηθέστερα είναι το κόκκινο και σπανιότερα το βαθυγάλαζο, το μελανό ή το πράσινο. Συχνά ολόκληρη η εσωτερική επιφάνεια της φιάλης καλύπτεται από συμπαγές χρώμα. Στην περίπτωση αυτή φαίνεται ότι το αγγείο είτε είχε σκόπιμα χρωματισθεί είτε είχε τοποθετηθεί στον τάφο γεμάτο με χρωστική ουσία. Αντίθετα, όταν η εσωτερική επιφάνεια φέρει ίχνη χρώματος κατά τόπους μόνο, ενδεχομένως η φιάλη είχε χρησιμοποιηθεί για την κονιορτοποίηση χρωστικών ουσιών («παλέττα»).

Η άποψη αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι μερικές φορές τα αγγεία αυτά βρίσκονται μαζί με λίθινα αντικείμενα, που ερμηνεύονται ως τριπτήρες, τα οποία επίσης σώζουν ίχνη κυρίως ερυθρού και κυανού χρώματος.

Υπάρχουν και παραδείγματα μαρμάρινων προχυτικών φιαλών (δηλαδή φιαλών με προχοή) που βρέθηκαν να περιέχουν χρωστικές ουσίες, γεγονός που επιτρέπει την υπόθεση ότι ενίοτε τα αντικείμενα αυτά χρησίμευαν για την τελετουργική προσφορά χρωμάτων σε υγρή μορφή. Η εύρεση μαρμάρινων ή οστέινων, κοίλων, τις περισσότερες φορές, πινακίων με ίχνη χρώματος ίσως αποτελεί ένδειξη ότι τα αγγεία αυτά, όπως και οι φιάλες, χρησίμευαν για την επεξεργασία των χρωμάτων («παλέττες»).

Αρκετές είναι και οι μαρμάρινες κύλικες που σώζουν ίχνη κόκκινου, βαθυγάλαζου ή πράσινου χρώματος στο εσωτερικό τους, γεγονός που σημαίνει ότι ενδεχομένως χρησίμευαν για τη μείξη των χρωστικών ουσιών. Εκτός από τους παραπάνω τύπους, η χρήση χρωμάτων στην Πρωτοκυκλαδική περίοδο τεκμηριώνεται και από μαρμάρινες πυξίδες (αγγεία με πώμα για τη φύλαξη μικροαντικειμένων ή άλλων ουσιών), οστέινους σωλήνες, θαλάσσια όστρεα και πήλινα αρυβαλλόσχημα αγγεία που σώζουν ίχνη χρωστικών, γεγονός που έκανε τους μελετητές να θεωρήσουν ότι τα αντικείμενα αυτά σχετίζονταν με τη μεταφορά ή τη φύλαξη χρωμάτων (χρωματοδοχεία).

ΧΡΩΜΑ ΚΑΙ ΕΙΔΩΛΙΑ

Παρά τη φαινομενική λευκότητά τους, τα μαρμάρινα κυκλαδικά ειδώλια ήταν συχνά διακοσμημένα με έντονα χρώματα και αυτό διαπιστώνεται με δύο τρόπους. Ο πρώτος, και αμεσότερος, είναι η διατήρηση πραγματικών υπολειμμάτων χρωστικών ουσιών.

Ένας δεύτερος, έμμεσος, τρόπος είναι ο εντοπισμός λείων και ανοιχτόχρωμων τμημάτων της επιδερμίδας, τα οποία διατηρούνται σε ταπεινό ανάγλυφο σε σχέση με την υπόλοιπη επιφάνεια του ειδωλίου: στα σημεία αυτά, η χρωστική ουσία που τα κάλυπτε (και η οποία έχει πια χαθεί) τα προστάτευσε από τη διάβρωση που υπέστη η υπόλοιπη επιφάνεια του ειδωλίου με αποτέλεσμα να δίνουν σήμερα την εντύπωση του ανάγλυφου.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΧΡΩΜΑΤΙΚΗΣ ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗΣ

Η ερμηνεία των αφαιρετικών μοτίβων με χρώμα που κοσμούν το πρόσωπο και το σώμα πολλών ειδωλίων είναι προβληματική. Κάποιοι ερευνητές πιστεύουν ότι αναπαριστούν στοιχεία καλλωπισμού με δερματοστιξία ή απλό χρωματισμό στα πλαίσια συγκεκριμένων ταφικών ή άλλων τελετών. Άλλοι τα ερμηνεύουν ως σύμβολα κύρους για άτομα με υψηλή θέση στην κοινωνική ιεραρχία. Άλλοι θεωρούν ότι απηχούν συγκεκριμένες ιδιότητες της μορφής που απεικονίζεται ή ότι αποτελούν σύμβολα μιας συλλογικής ταυτότητας. Η μεγάλη ποικιλία των προσεγγίσεων δεν θα πρέπει να ξενίζει καθώς η μελέτη της τυπολογίας και διάταξης των μοτίβων που κοσμούν τα ειδώλια βρίσκεται ακόμη σε αρχικό στάδιο.

Πάντως, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι τα περισσότερα ειδώλια με υπολείμματα χρώματος ανήκουν στον λεγόμενο «κανονικό» τύπο της Πρωτοκυκλαδικής II περιόδου (2700 – 2400/2300 π.Χ.), αν και δεν λείπουν παραδείγματα χρωματικής διακόσμησης σε προγενέστερους τύπους, κυρίως στα βιολόσχημα ειδώλια και σπανιότερα σε παραδείγματα των τύπων Πλαστηρά και Λούρου. Η τεχνική της χρωματικής διακόσμησης των ειδωλίων φαίνεται να εγκαταλείπεται στα τέλη της Πρωτοκυκλαδικής ΙΙ περιόδου, για να αντικατασταθεί από την ανάγλυφη απόδοση ανατομικών λεπτομερειών.