Ελληνικός αποικισμός
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ
Ο «ΠΡΩΤΟΣ ΑΠΟΙΚΙΣΜΟΣ»
Οι μεταναστευτικές κινήσεις δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο στον αρχαίο κόσμο. Ήδη από τα τέλη της Εποχής του Χαλκού παρατηρούνται μεταναστεύσεις πληθυσμών σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο.
Σύμφωνα με την παράδοση, την ίδια περίοδο συμβαίνει στον ελλαδικό χώρο η περίφημη «Κάθοδος των Δωριέων», δηλαδή η μετακίνηση δωρικών φύλων από βορειότερες περιοχές στην κεντρική Ελλάδα, την Πελοπόννησο και τα νησιά. Λίγο αργότερα, από τον 11ο αι. π.Χ. και εξής, λαμβάνει χώρα ο λεγόμενος «πρώτος αποικισμός», δηλαδή η μετακίνηση ελληνικών φύλων (κυρίως Ιώνων και Αιολών) προς τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και τις μικρασιατικές ακτές. Η κίνηση αυτή προήλθε μάλλον ως αποτέλεσμα της εκτόπισης πληθυσμών από τους νέους κατοίκους της ηπειρωτικής Ελλάδας και δεν είχε συστηματικό χαρακτήρα.
Ο «ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΑΠΟΙΚΙΣΜΟΣ»
Από τον 8ο μέχρι τον 6ο αι. π.Χ., παρατηρείται ένα μεγάλο κύμα μετανάστευσης από την ηπειρωτική Ελλάδα και τα νησιά του Αιγαίου αρχικά προς τη νότια Ιταλία και τη Σικελία και στη συνέχεια προς ακόμη δυτικότερες περιοχές αλλά και προς ανατολάς μέχρι τον Εύξεινο Πόντο. Το φαινόμενο αυτό, που είναι γνωστό ως Ελληνικός αποικισμός (ή «δεύτερος αποικισμός») είχε ως αποτέλεσμα την ίδρυση πολυάριθμων νέων πόλεων-αποικιών και τη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού σε όλη την έκταση του μεσογειακού κόσμου. O «δεύτερος αποικισμός» ήταν πιο οργανωμένος και γινόταν υπό την επίβλεψη των αρχών της κάθε πόλης. Αφού πρώτα λάμβαναν τον απαραίτητο χρησμό από το μαντείο των Δελφών, οι αρχές όριζαν τον «οικιστή», συνήθως ένα μέλος της αριστοκρατικής τάξης, που ήταν ο αρχηγός της αποστολής και ιδρυτής της αποικίας. Ο “οικιστής” είχε την ευθύνη της οργάνωσης της νέας πόλης, της διανομής των γαιών, της θέσπισης νόμων και της ανέγερσης ναών αφιερωμένων στις θεότητες που λατρεύονταν και στη μητρόπολη. Στην αποστολή έπαιρναν μέρος και άτομα από γειτονικές πόλεις, ενώ η επιλογή τους δε γινόταν πάντοτε σε εθελοντική βάση. Οι γυναίκες κατά κανόνα δεν συμμετείχαν και οι άποικοι έπαιρναν συζύγους από τον γηγενή πληθυσμό.
Η πρώτη φάση του β΄ αποικισμού χρονολογείται από το 775 π.Χ. μέχρι τις αρχές του 7ου αι. π.Χ. και περιλαμβάνει κυρίως μετακινήσεις από την Εύβοια και την ηπειρωτική Ελλάδα προς την Ιταλία και τη Σικελία, όπου ιδρύονται πολύ σημαντικές αποικίες, όπως η Κατάνη, οι Λεοντίνοι, η Ζάγκλη, τα Υβλαία Μέγαρα, οι Συρακούσες, η Σύβαρις, ο Κρότων, ο Τάρας, κ.ά.
Στη δεύτερη φάση (από τις αρχές του 7ου μέχρι τα τέλη του 6ου αι. π.Χ.), λαμβάνουν μέρος περισσότερες ελληνικές πόλεις ενώ αποικίζονται και νέες περιοχές. Τώρα πλέον Έλληνες και από τις δύο ακτές του Αιγαίου και τα νησιά ιδρύουν αποικίες όχι μόνο στη Δύση (μέχρι τη Γαλατία και την Ισπανία), αλλά και στη Θράκη, την Προποντίδα, τον Εύξεινο Πόντο, ακόμη και τα παράλια της Αφρικής. Πάντως, η μεγαλύτερη συγκέντρωση αποικιών παρατηρείται στη Σικελία και την Κάτω Ιταλία. Για το λόγο αυτόν, το ελληνικό τμήμα της ιταλικής χερσονήσου αποκαλείται ήδη από την αρχαιότητα «Μεγάλη Ελλάδα».
ΤΑ ΑΙΤΙΑ
Τα αίτια του ελληνικού αποικισμού ήταν σύνθετα. Πρωταρχικό ρόλο φαίνεται ότι έπαιξαν δημογραφικές και κοινωνικές πιέσεις. Τον 8ο αι. π.Χ. μαρτυρείται πρόβλημα «στενοχωρίας», δηλαδή ανεπάρκειας καλλιεργήσιμων γαιών, που οφειλόταν τόσο στην αύξηση του πληθυσμού κατά τα τέλη της Γεωμετρικής περιόδου όσο και στο συνεχές μοίρασμα των κλήρων στους επιγόνους. Μεγάλα τμήματα του πληθυσμού κάθε πόλης είχαν οδηγηθεί σε κατάσταση φτώχιας και μια έσχατη λύση ήταν η μετανάστευση (o Ηρόδοτος αναφέρει συγκεκριμένα ότι η αποικία της Κυρήνης στη Βόρεια Αφρική ιδρύθηκε από τους κατοίκους της Θήρας μετά από μια καταστροφή σοδειάς). Για τον λόγο αυτόν, οι ελληνικές αποικίες ιδρύονταν κατά κανόνα σε ακατοίκητες μέχρι τότε περιοχές, που, όμως, βρίσκονταν κοντά σε καλλιεργήσιμες εκτάσεις.
Ένας άλλος λόγος ήταν η ανάγκη επέκτασης των εμπορικών δραστηριοτήτων της κάθε πόλης και η αναζήτηση νέων πλουτοπαραγωγικών πηγών (κυρίως μεταλλευμάτων). Υπάρχουν αποικίες που είχαν κατ’ εξοχήν (ή αποκλειστικά) εμπορικό χαρακτήρα, όπως π.χ. οι Πιθηκούσσες της Ιταλίας, η Ναύκρατη της Αιγύπτου και το Εμπόριον της Ισπανίας, ενώ γνωρίζουμε ότι γινόταν εκτεταμένη εκμετάλλευση μεταλλοφόρων κοιτασμάτων τόσο στη Δύση όσο και στον Εύξεινο Πόντο (όπου υπήρχαν κοιτάσματα χρυσού και αργύρου).
Τέλος, γνωρίζουμε ότι ορισμένες αποικίες δημιουργήθηκαν ως αποτέλεσμα πολιτικών προβλημάτων στη μητρόπολη, όπως π.χ. ο Τάραντας που ιδρύθηκε από εκδιωχθέντες Σπαρτιάτες κατά τη διάρκεια του Α’ Μεσσηνιακού πολέμου.
ΟΙ ΑΠΟΙΚΙΕΣ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥΣ
Οι διαθέσεις των αυτοχθόνων πληθυσμών δεν μας είναι γνωστές παρά σε λίγες περιπτώσεις. Στη Σικελία οι ντόπιοι ήταν μάλλον δεκτικοί στο ελληνικό στοιχείο και ανέπτυξαν στενές σχέσεις, γεγονός που οδήγησε σε μεγάλης έκτασης εξελληνισμό.
Στην Κάτω Ιταλία τα ντόπια φύλα φαίνεται πως ήταν πιο επιφυλακτικά και, έτσι, ο εξελληνισμός που παρατηρείται είναι μικρότερης κλίμακας, παρά το γεγονός ότι η ελληνική τέχνη επηρέασε έντονα την τέχνη των Ετρούσκων. Το γεγονός ότι πολλοί μύθοι κάνουν αναφορά στις άγριες συνθήκες που συναντά κανείς στα δυτικά του ελλαδικού χώρου –π.χ. οι οδυνηρές περιπέτειες του Οδυσσέα– έχουν να κάνουν πιθανότατα με τις δυσκολίες που συναντούσαν οι πρώτοι άποικοι των περιοχών αυτών.
ΔΟΜΗ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΙΚΙΩΝ
Όσον αφορά στην πολιτειακή οργάνωση, οι αποικίες είχαν τη δομή της πόλης-κράτους, η εξουσία, όμως, πολύ σπάνια ξέφευγε από τον έλεγχο της αριστοκρατίας. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι πρώτοι άποικοι δημιούργησαν μια κλειστή αριστοκρατική τάξη που έλεγχε απόλυτα τον αγροτικό πλούτο, το εμπόριο και τη νομοθεσία, ενώ η παρουσία μεσαίας τάξης, που θα μπορούσε να εγείρει πολιτικές αξιώσεις, ήταν πολύ περιορισμένη.
Οι μόνες ανατροπές προήλθαν από φιλόδοξους ευγενείς, που επεδίωξαν και, σε αρκετές περιπτώσεις, πέτυχαν να συγκεντρώσουν την εξουσία στο πρόσωπό τους και να κυβερνήσουν ως τύραννοι. Μεταξύ των αποικιακών πόλεων-κρατών, πάντως, επικρατούσαν διαμάχες, ενώ οι συγκρούσεις –ακόμη και οι ένοπλες– δεν ήταν σπάνιες.
Οι αποικίες, και κυρίως αυτές της Μεγάλης Ελλάδας, καλλιέργησαν ιδιαίτερα τις τέχνες και τα γράμματα. Στη Σικελία και την Κάτω Ιταλία χτίστηκαν πολύ σημαντικοί δωρικοί ναοί και κατασκευάστηκαν σπουδαία λίθινα και χάλκινα γλυπτά. Εδώ έζησαν και εργάστηκαν μεγάλοι διανοητές, όπως ο φιλόσοφος Πυθαγόρας (στον Κρότωνα) και ο μαθηματικός Αρχιμήδης (στις Συρακούσες). Τέχνες, όπως η αγγειογραφία και η ζωγραφική ακολούθησαν την πορεία της μητροπολιτικής Ελλάδας και άνθισαν κατά την κλασική (490/480 – 323 π.Χ.) και ελληνιστική περίοδο (323 – 31 π.Χ.), ενώ η νομισματοκοπία είχε αναχθεί σε επίπεδο υψηλής τέχνης.
Η ανάπτυξη αυτή οφειλόταν στον πλούτο που εξασφάλιζε η έντονη εμπορική δραστηριότητα των αποικιών. Η δραστηριότητα αυτή, ωστόσο, έμελλε να φέρει τους αποίκους αντιμέτωπους με άλλες εμπορικές δυνάμεις της Μεσογείου, αρχικά τους Φοίνικες και τους Καρχηδόνιους και στη συνέχεια τους Ρωμαίους. Η ρωμαϊκή κατάκτηση στα μέσα του 2ου αι. π.Χ. θα σημάνει και το τέλος της ανεξαρτησίας των πόλεων-κρατών της ιταλικής χερσονήσου και της Σικελίας. Ανάλογη μοίρα περίμενε και τις υπόλοιπες ελληνικές αποικίες τον αιώνα που θα μεσολαβήσει μέχρι την ίδρυση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.