Η Ελλάδα μεταξύ δύο κόσμων
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ
Η ΘΕΣΗ
Στην περίοδο της μέγιστης ακμής του, ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός διαδόθηκε σε ολόκληρη τη Μεσόγειο και μεγάλο τμήμα της Εγγύς Ανατολής. Η πραγματική του κοιτίδα, όμως, ο τόπος όπου γεννήθηκε και ανδρώθηκε, ήταν το Αιγαίο Πέλαγος.
Αυτή η κλειστή θάλασσα, που καλύπτει επιφάνεια σχεδόν 200.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων και χωρίζει την ηπειρωτική Ελλάδα από τη Μικρά Ασία, ήταν ανέκαθεν δρόμος γόνιμων επαφών μεταξύ Ανατολής και Δύσης και πυρήνας σύνθετων πολιτισμικών αλληλεπιδράσεων.
Η ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ
Πέραν των μεγάλων πεδιάδων της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας, οι μόνες καλλιεργήσιμες περιοχές που μπορούσαν να υποστηρίξουν τη διαβίωση αστικών πληθυσμών ήταν οι μικρές, αλλά εύφορες προσχωσιγενείς πεδιάδες που σχηματίζονται μεταξύ των μεγάλων ορεινών όγκων. Σε αυτά ακριβώς τα σημεία συγκεντρώθηκε το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, οργανωμένο σε σχετικά μικρές και ανεξάρτητες οικιστικές μονάδες, που σταδιακά εξελίχθηκαν σε αυτόνομες πόλεις-κράτη (π.χ. Αθήνα, Μέγαρα, Θήβα, Άργος, Σπάρτη).
Τα καλλιεργήσιμα εδάφη και η σχετικά εύκολη πρόσβαση στη θάλασσα αποτελούσαν αποφασιστικούς παράγοντες για την επιλογή της τοποθεσίας του οικισμού. Άλλοι παράγοντες ήταν βεβαίως η ασφάλεια, η πρόσβαση σε υδάτινες πηγές αλλά και η δυνατότητα ελέγχου σημαντικών θαλάσσιων δρόμων (όπως π.χ. στις περιπτώσεις της Κορίνθου στο βαθύτερο σημείο του Κορινθιακού κόλπου, της Χαλκίδας και της Ερέτριας στον Ευβοϊκό κόλπο).
Μια παρόμοια κατάσταση παρατηρείται και στην άλλη πλευρά του Αιγαίου, με μεγάλους ορεινούς όγκους να αποκόπτουν τη δυτική ακτή από την ενδοχώρα της Μικράς Ασίας και τις σημαντικότερες πόλεις να αναπτύσσονται κατά μήκος της ακτογραμμής, κοντά σε εκβολές ποταμών και εύφορες κοιλάδες (Τροία, Σμύρνη, Έφεσος, Μίλητος, Αλικαρνασσός).
Στον ελλαδικό χώρο, οι σημαντικότεροι οικισμοί εντοπίζονται στο ανατολικό τμήμα, γεγονός για το οποίο δεν ευθύνονται αποκλειστικά η εγγύτητα προς το Αιγαίο και η εδαφική διαμόρφωση, αλλά και οι κλιματικές συνθήκες. Το εύκρατο και σχετικά ξηρό κλίμα που επικρατεί ανατολικά της οροσειράς της Πίνδου ευνοεί την καλλιέργεια δημητριακών, οσπρίων και λαχανικών, σε αντίθεση με το δυτικό τμήμα όπου οι έντονες βροχοπτώσεις δυσχεραίνουν την παραγωγή.
ΠΛΟΥΤΟΠΑΡΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΟ
Η οικονομία των αρχαίων ελληνικών πόλεων ήταν κατά βάση αγροτική. Ωστόσο, η απουσία μεγάλων καλλιεργήσιμων εκτάσεων δεν επέτρεψε ποτέ την ανάπτυξη μεγάλης κλίμακας αγροτικής παραγωγής. Οι περιορισμοί που επέβαλε το φυσικό περιβάλλον οδήγησαν στην υιοθέτηση ενός μεικτού συστήματος μικρής κλίμακας αγροτικής οικονομίας και εντατικού εμπορίου. Το Αιγαίο προσέφερε το πλεονέκτημα της εύκολης πρόσβασης σχεδόν σε κάθε γωνιά του τότε γνωστού κόσμου: προς την Ανατολή δια μέσου της Κρήτης, των Δωδεκανήσων και της νότιας μικρασιατικής ακτής, προς τον Εύξεινο Πόντο δια μέσου της Σκύρου, της Λήμνου και της Τρωάδας, προς τη Δύση δια μέσου του ισθμού της Κορίνθου, του Κορινθιακού κόλπου και των Ιονίων νήσων.
Η έλλειψη σιτηρών εξελίχθηκε σε μόνιμο πρόβλημα για τις κοινωνίες του ελλαδικού χώρου και των νησιών, το οποίο προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν με εισαγωγές από τη Θράκη, τον Εύξεινο Πόντο, ακόμη και την Αίγυπτο. Ένα άλλο αγαθό σε έλλειψη για τους αρχαίους Έλληνες ήταν η ξυλεία. Παρά την ορεινή διαμόρφωση, ο ελλαδικός χώρος δεν διαθέτει σε αφθονία δέντρα που να παρέχουν ξυλεία κατάλληλη για την κατασκευή κτηρίων και πλοίων. Η εκτεταμένη οικοδομική δραστηριότητα, που αναπτύχθηκε στις πόλεις και τα ιερά της ηπειρωτικής Ελλάδας και των νησιών, συχνά καθιστούσε επιτακτική την εισαγωγή ξυλείας από τη Μικρά Ασία και την ανατολική Μεσόγειο.
Εξίσου περιορισμένος ήταν και ο ορυκτός πλούτος του αιγαιακού χώρου. Πέραν των σχετικά άφθονων σιδηρομεταλλευμάτων, οι μόνες αξιοποιήσιμες πλουτοπαραγωγικές πηγές της Ελλάδας ήταν τα αποθέματα μολυβδούχου αργύρου στη Λαυρεωτική της Αττικής και τη Σίφνο, χαλκού στην Κύθνο και το Λαύριο, τα μικρά κοιτάσματα χρυσού στο όρος Παγγαίο, τη Θάσο και άλλες περιοχές της Μακεδονίας και Θράκης.
Η εκμετάλλευση των πηγών αυτών ήταν εντατική, όμως η συνεχής ανάγκη για μέταλλα (απαραίτητα για την κατασκευή κάθε λογής εργαλείων και όπλων) προκαλούσε ελλείψεις που συχνά οδηγούσαν στη λύση των εισαγωγών.
ΤΟ ΑΙΓΑΙΟ ΩΣ ΔΡΟΜΟΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
Πολύ συχνά λοιπόν, οι κοινωνίες του Αιγαίου ήταν αναγκασμένες να καταφεύγουν στις θαλάσσιες επικοινωνίες για την απόκτηση βασικών αγαθών μέσω του εμπορίου. Ακόμη και σε περιπτώσεις οικονομικών ή δημογραφικών κρίσεων, όπως αυτές που συνέβησαν τον 8ο και 7ο αι. π.Χ., η θάλασσα ήταν αυτή που παρείχε διέξοδο, επιτρέποντας τη μετανάστευση πληθυσμών με τη μορφή οργανωμένου αποικισμού σε μακρινές ακατοίκητες περιοχές.
Το Αιγαίο με το ξηρό κλίμα και τους σχετικά ήπιους ανέμους προσέφερε ιδανικές συνθήκες ναυσιπλοΐας. Τα πάνω από 500 νησιά που είναι διάσπαρτα στην επιφάνειά του (με συνολικό μήκος ακτογραμμής άνω των 7.000 χιλιομέτρων), αλλά και η ετερόκλητη διαμόρφωση των εκατέρωθεν ηπειρωτικών ακτών (συνολικού μήκους περίπου 5.000 χιλιομέτρων) παρείχαν ασφαλείς φυσικούς λιμένες σε μικρές αποστάσεις μεταξύ τους, ευνοώντας από πολύ νωρίς την ανάπτυξη της ακτοπλοΐας.
ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΑΠΟΙΚΙΕΣ
Τις δυνατότητες αυτές εκμεταλλεύτηκαν από πολύ νωρίς οι αρχαίοι Έλληνες, αρχικά ιδρύοντας αποικίες από τη νότια Ιταλία μέχρι τη συρο-παλαιστινιακή ακτή και στη συνέχεια διεξάγοντας εντατικό εμπόριο με τις περιοχές αυτές.
Ήδη από τον 7ο αι. π.Χ. διαπιστώνεται ελληνική παρουσία σε κάθε γωνιά της ανατολικής και κεντρικής Μεσογείου, ενώ από τον 5ο αι. π.Χ. και εξής η Αθήνα και άλλες ελλαδικές πόλεις συγκαταλέγονται στις κυρίαρχες εμπορικές δυνάμεις της Μεσογείου.
Με τον τρόπο αυτόν οι Έλληνες απέκτησαν τις απαραίτητες βάσεις για τη δημιουργία μιας βιώσιμης οικονομίας, ενώ ταυτόχρονα ήρθαν σε επαφή με όλους σχεδόν τους γνωστούς πολιτισμούς της εποχής.
Η δημιουργική αφομοίωση των ερεθισμάτων που αντλούσαν από τις συναντήσεις αυτές, τους έδωσε τη δυνατότητα να συνθέσουν ένα πολιτισμικό ιδίωμα που θεωρείται μοναδικό για την πρωτοτυπία, τον πλούτο και την εκφραστική δύναμή του. Και ήταν ενδεχομένως η έλλειψη της ελλαδικής γης σε πρώτες ύλες που ανάγκασε τους κατοίκους της να αναπτύξουν σε τέτοιο βαθμό τις τέχνες και τον πολιτισμό, ως τα μόνα προϊόντα που μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν ως ανταλλάγματα για να εξασφαλίσουν την αυτάρκειά τους σε βασικά αγαθά.