Η ανθρώπινη μορφή στην Κυκλαδική Τέχνη
ΚΥΚΛΑΔΙΚΗ ΤΕΧΝΗ
ΠΡΩΤΟΚΥΚΛΑΔΙΚΗ Ι ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Τα ειδώλια αποτελούν τη σημαντικότερη δημιουργία της κυκλαδικής μαρμαρογλυπτικής. Τα ειδώλια της Πρωτοκυκλαδικής περιόδου εντάσσονται σε δύο βασικές κατηγορίες, τα σχηματικά και τα φυσιοκρατικά.
Ο συνηθέστερος τύπος σχηματικού ειδωλίου, που αποτελεί και τη χαρακτηριστικότερη δημιουργία της Πρωτοκυκλαδικής Ι περιόδου (3200 – 2800 π.Χ.), είναι ο βιολόσχημος. Η ονομασία των βιολόσχημων ειδωλίων οφείλεται στο σχήμα τους, που θυμίζει βιολί, είναι όμως βέβαιο ότι αναπαριστούν γυναικείες μορφές. Είναι κατά κανόνα μικρού μεγέθους και σπάνια ξεπερνούν τα 15-20 εκ. ύψος.
Εκτός από αυτήν την κατηγορία ειδωλίων, υπάρχουν και αρκετά παραδείγματα που απεικονίζουν την ανθρώπινη μορφή με έναν πιο φυσιοκρατικό τρόπο. Στα φυσιοκρατικά ειδώλια αυτής της περιόδου ανήκουν τα λεγόμενα ειδώλια τύπου Πλαστηρά, ονομασία που οφείλεται στο ομώνυμο πρωτοκυκλαδικό νεκροταφείο της Πάρου.
ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΗ ΠΡΩΤΟΚΥΚΛΑΔΙΚΗ Ι/ΙΙ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Η Μεταβατική Πρωτοκυκλαδική Ι/ΙΙ περίοδος (2800 – 2700 π.Χ.) χαρακτηρίζεται από έντονη τάση πειραματισμών των Κυκλαδιτών γλυπτών.
Σε αυτήν ανήκουν τύποι ενδιάμεσοι μεταξύ του σχηματικού και του φυσιοκρατικού, όπως ο τύπος Λούρου, που πήρε την ονομασία του από έναν πλούσιο τάφο στη θέση Λούρος Αθαλάσσου στη Νάξο ή ο υβριδικός, που συνδυάζει συνήθως στοιχεία παλαιότερων τύπων.
Στην ίδια περίοδο εντάσσεται ένας ακόμη τύπος, ο αποκαλούμενος προκανονικός, που προαναγγέλλει τις ολοκληρωμένες μορφές της επόμενης περιόδου.
ΠΡΩΤΟΚΥΚΛΑΔΙΚΗ ΙΙ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Η επόμενη, Πρωτοκυκλαδική ΙΙ περίοδος (2700 – 2400/2300 π.Χ.), χαρακτηρίζεται από τα έργα του κανονικού τύπου, τον οποίο διέπουν σταθεροί μορφολογικοί κανόνες. Ο τύπος αυτός αποκαλείται από τους ειδικούς «κανονικός», επειδή συνιστά τον κατεξοχήν τύπο ειδωλίων της περιόδου ακμής της κυκλαδικής τέχνης. Τα περισσότερα ειδώλια του κανονικού τύπου αποδίδουν γυμνές γυναικείες μορφές με διπλωμένους βραχίονες (τον αριστερό κατά κανόνα πάνω από τον δεξιό) και τονισμένα τα ανατομικά στοιχεία, όπως τα στήθη και το ηβικό τρίγωνο.
Τα ειδώλια αυτού του τύπου απαντούν σε έξι διαφορετικές παραλλαγές, η κάθε μία από τις οποίες έχει τα δικά της χαρακτηριστικά και ονομασία που προέρχεται από τις θέσεις πέντε πρωτοκυκλαδικών νεκροταφείων, της Αμοργού (παραλλαγή Καψάλων και Δωκαθισμάτων), της Νάξου (παραλλαγή Σπεδού), της Σύρου (παραλλαγή Χαλανδριανής) και της Κρήτης (παραλλαγή Κουμάσας, η οποία επιχωριάζει στην Κρήτη και πιθανώς τα ειδώλια που ανήκουν σε αυτήν, κατασκευάζονταν εκεί με βάση κυκλαδικά πρότυπα).
Τα περισσότερα από αυτά δεν ξεπερνούν τα 60 εκ. σε ύψος, ενώ υπάρχουν και μεγαλύτερα που φτάνουν τα 1,50 μ. και μπορούν να ερμηνευθούν ως προϊστορικά αγάλματα. Η παραγωγή κυκλαδικών ειδωλίων μειώνεται δραματικά και σχεδόν σταματά στο τέλος της Πρωτοκυκλαδικής ΙΙ περιόδου.
ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΗ ΠΡΩΤΟΚΥΚΛΑΔΙΚΗ ΙΙ/ΙΙΙ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Τα ειδώλια που κατασκευάζονται κατά τη Μεταβατική Πρωτοκυκλαδική ΙΙ/ΙΙΙ περίοδο (2400 – 2300 π.Χ.) δεν ακολουθούν τους κανόνες και τις συμβάσεις που χρησιμοποιούνταν επί πέντε περίπου αιώνες.
Ονομάζονται μετακανονικά, καθώς χαρακτηρίζονται από την κατάργηση της κανονικής διάταξης των χεριών, την πρόχειρη και συνοπτική απόδοση των επιμέρους ανατομικών λεπτομερειών και την απόδοση των μαλλιών και των χαρακτηριστικών του προσώπου με ανάγλυφο και με εγχαράξεις.
ΠΡΩΤΟΚΥΚΛΑΔΙΚΗ ΙΙΙ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Οι πιο χαρακτηριστικές δημιουργίες της Πρωτοκυκλαδικής ΙΙΙ περιόδου (2300 – 2000 π.Χ.) είναι τα σχηματικά ειδώλια του τύπου Φυλακωπής Ι και Αγίας Ειρήνης. Την περίοδο αυτή πέφτει η αυλαία της μαρμαρογλυπτικής και σταδιακά προς το τέλος της 3ης χιλιετίας π.Χ. η παραγωγή ειδωλίων σταματά.
ΕΙΔΩΛΙΑ «ΕΙΔΙΚΗΣ ΜΟΡΦΗΣ»
Στην κυκλαδική μαρμαρογλυπτική εντάσσεται και μια ομάδα περίτεχνων συνθέσεων που ξεφεύγουν από την αυστηρή μετωπικότητα και κατακτούν την τρίτη διάσταση. Η ανδρική μορφή που αποδίδεται σπάνια στην κυκλαδική τέχνη, συναντάται συνήθως σε καθιστά ειδώλια, σε ειδώλια μουσικών (αυλητές ή αρπιστές), που χρονολογούνται στις αρχές της Πρωτοκυκλαδικής ΙΙ περιόδου ή σε ειδώλια κυνηγών/πολεμιστών, που χρονολογούνται στα τέλη της ίδιας περιόδου ή στη Μεταβατική Πρωτοκυκλαδική ΙΙ/ΙΙΙ φάση.
Τα γνωστά παραδείγματα ανδρικών μορφών κανονικού τύπου με διπλωμένους τους βραχίονες είναι ελάχιστα. Επιπλέον, υπάρχουν μόνο λίγα παραδείγματα του πρώιμου τύπου Πλαστηρά της Πρωτοκυκλαδικής Ι περιόδου, τα οποία αναπαριστούν ανδρικές μορφές σε στάση παρόμοια με αυτή των γυναικείων.
Τέλος, υπάρχει και μια μικρή ομάδα ασυνήθιστων ειδωλίων που απεικονίζουν συμπλέγματα μορφών διαφόρων τύπων (όπως π.χ. διπλά ειδώλια με τη μία μορφή να πατά στο κεφάλι της άλλης, συμπλέγματα δύο ανδρικών μορφών που κρατούν μικρή γυναικεία ή συμπλέγματα δύο μορφών ανακρατούμενων από τον ώμο), τα οποία χρονολογούνται στις αρχές της Πρωτοκυκλαδικής ΙΙ περιόδου.
ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗ ΕΙΔΩΛΙΩΝ
Η προέλευση των περισσότερων κυκλαδικών ειδωλίων μας είναι άγνωστη, καθώς αποτελούν προϊόντα λαθρανασκαφών. Μεταξύ αυτών που έχουν προέλθει από συστηματικές αρχαιολογικές έρευνες τα περισσότερα έχουν βρεθεί σε τάφους. Το γεγονός αυτό έχει οδηγήσει πολλούς μελετητές στην ερμηνεία τους ως αντικείμενα θρησκευτικής-τελετουργικής χρήσης.
Η ανεύρεσή τους, ωστόσο, και σε οικισμούς ή άλλους μη-ταφικούς χώρους, αλλά και το γεγονός ότι μόνον ένας μικρός αριθμός κυκλαδικών τάφων περιείχε τέτοια ειδώλια, υποδηλώνει ότι η χρήση τους ήταν περισσότερο σύνθετη.