EN

ΚΛΕΙΣΤΑ ΣΗΜΕΡΑ

Η αγγειοπλαστική και αγγειογραφία της αρχαϊκής περιόδου

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ

ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ

Η Αρχαϊκή περίοδος (700 – 490/480 π.Χ.) ήταν επίσης σημαντικότατη για τη διαμόρφωση της ελληνικής τέχνης. Ο 7ος αι. π.Χ. χαρακτηρίζεται από έντονες ανατολικές επιδράσεις, ιδιαίτερα αισθητές στην αγγειογραφία, τη μεταλλοτεχνία και τη γλυπτική της περιόδου.

Οι επιδράσεις αυτές αφομοιώνονται δημιουργικά και κατά τον 6ο αι. π.Χ. οι καλλιτέχνες των ελληνικών πόλεων επιδίδονται στη διαμόρφωση τοπικών ιδιωμάτων, που αργά αλλά σταθερά οδεύουν προς την κατάκτηση του μέτρου και τη ρεαλιστική απόδοση της ανθρώπινης μορφής. Την ίδια περίοδο διαμορφώνονται οι βασικοί αρχιτεκτονικοί ρυθμοί (δωρικός, ιωνικός), παγιώνεται η μορφή των περίπτερων ναών και αναπτύσσεται η τέχνη του αρχιτεκτονικού γλυπτού διακόσμου.

Ο άνεμος αλλαγών του 6ου αιώνα π.Χ. αλλά και η πρακτική πολλών τυράννων να προστατεύουν τις τέχνες και τα γράμματα οδήγησε σε άνθηση της φιλοσοφίας, των φυσικών επιστημών και της λογοτεχνίας στην ηπειρωτική Ελλάδα και την Ιωνία, ενώ στην Αττική γεννήθηκε την ίδια περίοδο η τέχνη του αρχαίου δράματος, σε άμεση σχέση με τη διονυσιακή λατρεία.

Κατά την περίοδο αυτή, μεταξύ όλων των άλλων αλλαγών και εξελίξεων, γεννιούνται οι δύο γνωστότερες τεχνικές διακόσμησης αγγείων που η μία διαδέχθηκε την άλλη: ο μελανόμορφος και ο ερυθρόμορφος ρυθμός.

ΜΕΛΑΝΟΜΟΡΦΟΣ ΡΥΘΜΟΣ

Ο μελανόμορφος ρυθμός ήταν μια τεχνική που απέδιδε τις μορφές με στιλπνό μαύρο χρώμα πάνω στο ανοιχτόχρωμο βάθος του πήλινου αντικειμένου. Οι μορφές αποδίδονταν με περίγραμμα και οι εσωτερικές λεπτομέρειες (ανατομία, χαρακτηριστικά προσώπου, ένδυση) με εγχαράξεις.

Πρόκειται για μία από τις σημαντικότερες εκφάνσεις της αρχαίας ελληνικής τέχνης και αποτέλεσε τον βασικό τρόπο διακόσμησης των αγγείων της Αρχαϊκής περιόδου.

Το μαύρο χρώμα των μορφών οφειλόταν σε μια πολύπλοκη διαδικασία κατεργασίας της επιφάνειας του αγγείου και όχι στη χρήση κάποιας χρωστικής ουσίας. Αρχικά ολόκληρη η επιφάνεια καλυπτόταν με επίχρισμα καθαρού λεπτόκοκκου πηλού. Πάνω σε αυτό το επίχρισμα σχεδιάζονταν οι μορφές και καλύπτονταν με λεπτότερο στρώμα πηλού αναμεμειγμένου με αλκάλιο ή ποτάσα, ενώ οι εσωτερικές λεπτομέρειες χαράζονταν με ένα αιχμηρό εργαλείο. Ακολουθούσε η διαδικασία της όπτησης (του ψησίματος) σε τρία διαδοχικά στάδια και σε θερμοκρασίες άνω των 800°C.

Μέσω εναλλαγών στην παροχή ή μη οξυγόνου στο εσωτερικού του κλιβάνου (που δημιουργούσαν αντίστοιχα οξειδωτικό ή αναγωγικό περιβάλλον), οι κεραμείς κατόρθωναν να επιτύχουν την υαλοποίηση των επιφανειών που είχαν καλυφθεί με αλκαλιούχο επίστρωση σε μαύρο χρώμα, ενώ το υπόλοιπο αγγείο αποκτούσε τη γνωστή πορτοκαλέρυθρη απόχρωση. Οι λεπτομέρειες που είχαν αποδοθεί με εγχάραξη παρέμεναν κι αυτές στο ανοιχτό χρώμα του πηλού δημιουργώντας έντονη χρωματική αντίθεση στο εσωτερικό των μορφών. Σε πολλές περιπτώσεις, οι αγγειογράφοι χρησιμοποιούσαν επίθετα χρώματα, όπως λευκό και ιώδες για να τονιστούν συγκεκριμένα στοιχεία της διακόσμησης. Το λευκό για παράδειγμα, χρησίμευε για την απόδοση της γυναικείας σάρκας.

Η επινόηση του μελανόμορφου ρυθμού

Ο μελανόμορφος ρυθμός φαίνεται ότι αποτελεί επινόηση των κεραμέων της Κορίνθου, οι οποίοι άρχισαν να τον χρησιμοποιούν στις αρχές του 7ου αι. π.Χ. κυρίως για την απόδοση ζώων, μυθικών πλασμάτων και φυτικών μοτίβων και σπανιότερα για την απόδοση ανθρώπινων μορφών. Το κατά κανόνα μικρό μέγεθος των κορινθιακών αγγείων της περιόδου (αρύβαλλοι, όλπες, κ.λπ.) απαιτούσε μεγάλη ακρίβεια και εξαιρετική δεξιοτεχνία στον σχεδιασμό, γεγονός που συνέβαλε σημαντικά στην εξέλιξη της τεχνικής. Στην Αττική, ο ρυθμός υιοθετήθηκε γύρω στο 630 π.Χ., γρήγορα όμως η χρήση του γενικεύθηκε. Οι αγγειογράφοι των Αθηνών, και κυρίως του Κεραμεικού, επέδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την απεικόνιση ανθρώπινων μορφών με τη νέα τεχνική και γρήγορα κατάφεραν να δημιουργήσουν εξαιρετικές συνθέσεις αφηγηματικού περιεχομένου.

Η εξέλιξη αυτή είχε σημαντικές επιπτώσεις στην ιστορία της κεραμικής, καθώς πλέον η αγγειογραφία υπερέβη το διακοσμητικό της ρόλο και μετατράπηκε σε ένα δυναμικό εικαστικό μέσο, το οποίο καθιστούσε εφικτή τη δραματοποίηση σκηνών από τη μυθολογία, την ιστορία, την καθημερινή ζωή, τη λατρεία κ.λπ. Ενδεικτικό της απήχησης της νέας τεχνικής είναι ότι τα μελανόμορφα αγγεία περιλαμβάνουν τον μεγαλύτερο όγκο μυθολογικών σκηνών της ελληνικής τέχνης. Τα αγγεία που παράγονταν στην Αθήνα ήταν τέτοιας ποιότητας που γρήγορα εκτόπισαν τα αντίστοιχα κορινθιακά και κατέκτησαν τις αγορές. Σημαντικά εργαστήρια μελανόμορφης κεραμικής υπήρχαν επίσης στη Βοιωτία, στη Λακωνία, στην Εύβοια, σε ορισμένες περιοχές της Ιωνίας καθώς και τις αποικίες της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας.

Οι μεγάλοι ζωγράφοι του μελανόμορφου

Συχνά, πάνω στο αγγείο χαράσσονταν τα ονόματα του αγγειοπλάστη και του αγγειογράφου. Η παλαιότερη γνωστή υπογραφή ζωγράφου είναι αυτή του Σοφίλου πάνω σε ένα θραύσμα μελανόμορφου δίνου (αγγείο για την ανάμειξη του κρασιού με το νερό) που εικονίζει τους αγώνες προς τιμήν του Πατρόκλου. Από ανάλογες υπογραφές γνωρίζουμε τα πραγματικά ονόματα ενός μικρού αριθμού αγγειογράφων.

Ωστόσο, η τυπολογική μελέτη των μελανόμορφων αγγείων έχει πιστοποιήσει την ύπαρξη εκατοντάδων «καλλιτεχνών» ή «εργαστηρίων», που έχουν πάρει συμβατικές ονομασίες ανάλογα με τον τόπο όπου εκτίθενται σημαντικές δημιουργίες τους ή με χαρακτηριστικά της ζωγραφικής τους (π.χ. Ζωγράφος της Χαϊδελβέργης, Ζωγράφος της Γοργούς, κ.λπ.).

 

Ως σημαντικότεροι αγγειογράφοι του μελανόμορφου ρυθμού θεωρούνται ο Λυδός, ο Ζωγράφος του Άμαση και, κορυφαίος όλων, ο Εξηκίας, ο οποίος έδωσε στις μορφές του μια μοναδική αίσθηση πλαστικότητας και εκφραστικής λιτότητας δημιουργώντας συνθέσεις υψηλής δραματικής έντασης που συχνά προσεγγίζουν τα όρια του μνημειακού.

Με τον Εξηκία, ο οποίος έζησε στο δεύτερο μισό του 6ου αι. π.Χ., η μελανόμορφη τεχνική έφθασε στα όρια των δυνατοτήτων της. Γύρω στα 530 π.Χ. οι Αθηναίοι κεραμείς επινόησαν τον ερυθρόμορφο ρυθμό, που προσέφερε μεγαλύτερες καλλιτεχνικές δυνατότητες και σταδιακά αντικατέστησε τον μελανόμορφο. Η μελανόμορφη τεχνική, πάντως, συνέχισε να χρησιμοποιείται μέχρι τα μέσα του 5ου αι. π.Χ., ενώ σε κάποια ειδικής χρήσης αγγεία, όπως οι Παναθηναϊκοί αμφορείς που δίνονταν ως έπαθλα στους ομώνυμους αγώνες και είχαν τυποποιημένη διακόσμηση, διατηρήθηκε μέχρι πολύ αργότερα.

ΕΡΥΘΡΟΜΟΡΦΟΣ ΡΥΘΜΟΣ

Αττική ερυθρόμορφη κύλικα (αγγείο πόσης) με σκηνές συμποσίου 490 – 480 π.Χ ΝΓ0781
Φωτ. Πάρις Ταβιτιάν © Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης

Ο ερυθρόμορφος ρυθμός, που αποτέλεσε τον βασικό τρόπο διακόσμησης αγγείων κατά την Κλασική περίοδο (490/480 – 323 π.Χ.), βασίστηκε στην ακριβώς αντίστροφη τεχνική από αυτή του μελανόμορφου ρυθμού.

Εδώ οι μορφές αφήνονταν στο χρώμα του πηλού και η υπόλοιπη επιφάνεια του αγγείου καλυπτόταν με μια στρώση λεπτόκοκκου σιδηρούχου πηλού (γάνωμα), το οποίο υαλοποιούνταν κατά τη διαδικασία όπτησης (ψησίματος), αποκτώντας έτσι τη χαρακτηριστική γυαλιστερή εμφάνιση. Οι εσωτερικές λεπτομέρειες των μορφών (π.χ. τα χαρακτηριστικά του προσώπου, οι πτυχώσεις των ενδυμάτων, κ.λπ.) αποδίδονταν με αραιωμένο καστανό γάνωμα, που γινόταν και αυτό μελανό κατά την όπτηση.

Επειδή στην συγκεκριμένη τεχνική οι μορφές ορίζονταν ουσιαστικά στο «αρνητικό», οι αγγειογράφοι ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν προσχέδια με μολυβοκάρβουνο ή κάποια άλλη ουσία, που συνήθως εξαφανίζονταν κατά την όπτηση. Στη συνέχεια άλειφαν προσεκτικά με γάνωμα την επιφάνεια του αγγείου αφήνοντας ακάλυπτες μόνο τις μορφές που είχαν σχεδιάσει. Αναμφίβολα, οι τεχνικές απαιτήσεις του ερυθρόμορφου ρυθμού ήταν μεγαλύτερες από αυτές του μελανόμορφου. Ταυτόχρονα, όμως, οι μορφές που προέκυπταν ήταν πιο φωτεινές και είχαν μεγαλύτερη πλαστικότητα μέσα στο σκουρόχρωμο βάθος. Επίσης η νέα τεχνική έδινε μεγαλύτερες δυνατότητες στην απόδοση της ανατομίας και της ενδυμασίας των μορφών καθώς και του τρισδιάστατου χώρου.

Τα ερυθρόμορφα αγγεία είναι γενικότερα συνυφασμένα με την Αττική, η οποία υπήρξε και το σημαντικότερο κέντρο παραγωγής και διακίνησής τους. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσες, όμως, είναι και οι δημιουργίες των αποικιών της Μεγάλης Ελλάδας, ιδιαίτερα μετά το 400 π.Χ. όταν το αθηναϊκό εμπόριο αγγείων προς την Ιταλία παρακμάζει και τα ντόπια εργαστήρια αποδεσμεύονται από τις επιδράσεις της Αττικής και αναπτύσσουν τα δικά τους ιδιώματα. Πιο περιορισμένη και μάλλον για εσωτερική κατανάλωση ήταν η παραγωγή ερυθρόμορφων αγγείων σε περιοχές όπως η Κόρινθος, η Βοιωτία, η Αρκαδία, η Λακωνία, η Κρήτη, η Χαλκιδική κ.ά.

Οι μεγάλοι ζωγράφοι του ερυθρόμορφου

Η ερυθρόμορφη τεχνική προέκυψε μέσα από τους πειραματισμούς στους οποίους επιδόθηκαν τα εργαστήρια του Αθηναϊκού Κεραμεικού, όταν πια είχαν αρχίσει να διαφαίνονται οι περιορισμοί που επέβαλε ο μελανόμορφος ρυθμός. Τα παλιότερα ερυθρόμορφα αγγεία χρονολογούνται γύρω στο 530 π.Χ. και αποδίδονται στον «Ζωγράφο του Ανδοκίδη», το πραγματικό όνομα του οποίου δεν γνωρίζουμε, αλλά ήταν πιθανότατα μαθητής του Εξηκία. Η μετάβαση από τον ένα ρυθμό στον άλλο, βέβαια, δεν έγινε απότομα καθώς μελανόμορφα αγγεία συνέχιζαν να παράγονται για αρκετές δεκαετίες ακόμη. Είναι χαρακτηριστικό ότι υπάρχουν αρκετά «δίγλωσσα» αγγεία, τα οποία από τη μία πλευρά έφεραν μελανόμορφη και από την άλλη ερυθρόμορφη διακόσμηση.

Τα ερυθρόμορφα αγγεία κατέκτησαν γρήγορα τις αγορές και έγιναν αντικείμενο εκτεταμένου εμπορίου κυρίως προς την Ιταλία. Αποτελούν ένα από τα ορόσημα της κλασικής περιόδου και παρέμειναν ιδιαίτερα δημοφιλή ως τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. Τα πρώιμα στάδια του ερυθρόμορφου ρυθμού, πάντως, εντάσσονται στην ύστερη αρχαϊκή παράδοση. Οι σημαντικότεροι εκπρόσωποι της περιόδου αυτής, όπως ο Ευφρόνιος, ο Ευθυμίδης, ο Φιντίας, ο Σμίκρος, ο Ζωγράφος του Κλεοφράδη και ο Ζωγράφος του Βερολίνου δημιουργούν σκηνές γεμάτες δυναμισμό με μορφές που διεκδικούν θέση στον χώρο.