Μυκηναϊκός πολιτισμός
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ
Ο Μυκηναϊκός πολιτισμός, που άκμασε στο Αιγαίο κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού (1600 – 1100 π.Χ.), αποτέλεσε τη βάση των ομηρικών επών και των σημαντικότερων αρχαιοελληνικών μύθων.
Οι περισσότερες ελληνικές πόλεις αναφέρονταν με περηφάνια στο μυκηναϊκό παρελθόν τους, ενώ οι σημαντικότεροι ήρωες της ελληνικής μυθολογίας, της τέχνης και της τραγικής ποίησης (όπως, για παράδειγμα, ο Οδυσσέας, ο Αγαμέμνων, ο Αχιλλέας, ο Θησέας κ.ά.) έλκουν πιθανότατα την καταγωγή τους από ιστορικά πρόσωπα της μυκηναϊκής αριστοκρατίας. Στη Μυκηναϊκή περίοδο, άλλωστε, βρίσκονται και οι ρίζες της ελληνικής γλώσσας και της ελληνικής θρησκείας.
ΠΡΩΙΜΗ ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Οι απαρχές του μυκηναϊκού πολιτισμού πρέπει να αναζητηθούν στην Πελοπόννησο του 17ου αι. π.Χ., και συγκεκριμένα στους περίφημους λακκοειδείς τάφους των Μυκηνών, της θέσης που έμελλε να δώσει το όνομά της στην εποχή που θα ακολουθούσε.
Οι ηγεμονικοί αυτοί τάφοι ξεχωρίζουν από οτιδήποτε άλλο υπήρχε την περίοδο εκείνη στον ελλαδικό χώρο, όχι μόνον για το μέγεθος και το σχήμα τους (ήταν ευρύχωροι και οικογενειακοί σε αντίθεση με τους πρωιμότερους τάφους της Μέσης Εποχής του Χαλκού, που ήταν μικροί και ατομικοί), αλλά και για τον πλούτο που περιείχαν. Τα πολυάριθμα κτερίσματα περιλάμβαναν πολυτελή αντικείμενα από την Κρήτη και τις Κυκλάδες καθώς και όπλα, μετάλλινα σκεύη και αγγεία εγχώριας παραγωγής, που δίκαια θεωρούνται ως τα πρώτα δείγματα της νεογέννητης μυκηναϊκής τέχνης. Τα συγκεκριμένα αντικείμενα φέρουν τόσο έντονες μινωικές επιρροές, που πολλοί ερευνητές πιστεύουν ότι κατασκευάστηκαν από Μινωίτες τεχνίτες που βρίσκονταν στην υπηρεσία Μυκηναίων ηγεμόνων.
Επανεκκίνηση του εμπορίου
Οι λακκοειδείς τάφοι των Μυκηνών αντιπροσωπεύουν το τέλος μιας περιόδου οικονομικής ένδειας και εσωστρέφειας που έζησαν οι περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας κατά τη Μέση Εποχή του Χαλκού, και σηματοδοτούν μια νέα εποχή δημιουργικών επαφών με τους προηγμένους πολιτισμούς του Αιγαίου και κυρίως με τη μινωική Κρήτη.
Η ένταση των επαφών, βέβαια, οφείλεται κατά κύριο λόγο στην εμπορική δραστηριότητα των Μινωιτών της Νεοανακτορικής περιόδου και στο αυξανόμενο ενδιαφέρον τους για τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της ηπειρωτικής Ελλάδας (κυρίως για πηγές μετάλλων) και για την εκμετάλλευση νέων εμπορικών δρόμων. Η νέα αυτή κινητικότητα έβγαλε τις ελλαδικές κοινωνίες από την απομόνωση και δημιούργησε προϋποθέσεις οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής εξέλιξης.
Σύντομα, δημιουργήθηκαν δίκτυα επαφών και διακίνησης προϊόντων, στα οποία συμμετείχαν οι περισσότερες περιοχές της Πελοποννήσου (Αργολίδα, Λακωνία, Μεσσηνία) αλλά και πολλές περιοχές της κεντρικής Ελλάδας (Βοιωτία, Αττική, κ.ά.). Ο αυξανόμενος πλούτος προκάλεσε ανισότητες και ανταγωνισμούς μεταξύ ανερχόμενων κοινωνικών ομάδων, που εκφράστηκαν κυρίως στις ταφικές πρακτικές.
Κατά την πρώιμη αυτή περίοδο, οι ευγενείς ενδιαφέρονταν περισσότερο για την ανέγερση μνημειακών τάφων παρά για την οικοδόμηση εντυπωσιακών οικιών ή ανακτόρων. Το ενδιαφέρον των Μυκηναίων για τη μεταθανάτια φήμη ήταν τέτοιο που οδήγησε στη γένεση ενός από τους χαρακτηριστικότερους τύπους της μυκηναϊκής αρχιτεκτονικής, του θολωτού τάφου, δηλαδή ενός λίθινου κυκλικού οικοδομήματος με εκφορική στέγαση και πλευρική είσοδο, το οποίο κατασκευαζόταν εν μέρει υπογείως, ενώ το ανώτερο τμήμα του καλυπτόταν από τύμβο (σε συνέχεια μιας μακράς μεσοελλαδικής παράδοσης). Δεκάδες θολωτοί τάφοι κατασκευάστηκαν στην Αργολίδα και τη Μεσσηνία κατά τον 16ο και 15ο αι. π.Χ. για τα μέλη αριστοκρατικών οικογενειών. Την ίδια περίοδο εμφανίζονται και οι λαξευτοί θαλαμοειδείς τάφοι, που φαίνεται ότι χρησιμοποιούνταν από κατώτερα μέλη της κοινωνικής ιεραρχίας. Οι θαλαμοειδείς τάφοι λαξεύονταν συνήθως σε πλαγιές λόφων, είχαν ποικίλα μεγέθη και σχήματα και προσεγγίζονταν από πλευρική είσοδο στην οποία κατέληγε στενός δρόμος.
Μυκηναϊκή Τέχνη
Στην τέχνη, οι Μυκηναίοι υιοθέτησαν ακόμη και τις πιο σύνθετες τεχνικές των Μινωιτών και τις προσάρμοσαν στη δική τους αισθητική δημιουργώντας ένα ιδιαίτερο ιδίωμα – πιο αυστηρό και άκαμπτο από αυτό της Κρήτης – σχεδόν σε κάθε τομέα: ζωγραφική, μεταλλοτεχνία, κοσμηματοτεχνία, σφραγιδογλυφία, ελεφαντουργία, κατεργασία υαλόμαζας και φαγεντιανής, κεραμική κ.λπ.
Δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει, πάντως, ότι κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων αιώνων της Ύστερης Εποχής του Χαλκού η μυκηναϊκή τέχνη παρέμεινε σχεδόν αποκλειστικό προνόμιο της αριστοκρατίας και αφορούσε κυρίως στην παραγωγή αντικειμένων πολυτελείας που εξυπηρετούσαν την ανάγκη των ευγενών για νεκρική χλιδή. Οι σημαντικότερες δημιουργίες της πρώιμης μυκηναϊκής τέχνης προέρχονται κατά κύριο λόγο από πλούσιους τάφους και μόνον περιστασιακά από οικισμούς όπου εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται κυρίως αντικείμενα μεσοελλαδικής παράδοσης.
ΥΣΤΕΡΗ ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Ο Μυκηναϊκός πολιτισμός έφθασε στο απόγειό του κατά τον 14ο και 13ο αι. π.Χ., δηλαδή την περίοδο που άκμασαν τα ανάκτορα των Μυκηνών, της Τίρυνθας, της Πύλου, της Θήβας κ.λπ. Τα μυκηναϊκά ανάκτορα είναι μεταγενέστερα από τα μινωικά, δεν υπάρχει όμως αμφιβολία ότι είχαν ανάλογη λειτουργία ως κέντρα διοίκησης, με αποθήκες για τη συγκέντρωση του αγροτικού πλεονάσματος και εισηγμένων προϊόντων, εργαστήρια παραγωγής πολυτελών αντικειμένων, αίθουσες τελετών και χώρους λατρείας.
Οι Μυκηναίοι φαίνεται ότι δανείστηκαν πολλά στοιχεία πολιτικής οργάνωσης και οικονομικής διοίκησης από τους Μινωίτες, ιδιαίτερα μετά την κατάκτηση της Κνωσού γύρω στο 1450 π.Χ., που τους έφερε σε στενή επαφή με την καθημερινή ζωή ενός ανακτόρου. Είχαν προηγηθεί, βέβαια, οι εκτεταμένες καταστροφές των σημαντικότερων ανακτορικών κέντρων της Κρήτης στις αρχές του 15ου αι. π.Χ. που εξασθένησαν τη μινωική δύναμη και άνοιξαν το δρόμο για τη μυκηναϊκή εξάπλωση στο Αιγαίο.
Μέχρι τα μέσα του 14ου αι. π.Χ. είχαν ανεγερθεί μνημειακά ανακτορικά συγκροτήματα στα σημαντικότερα μυκηναϊκά κέντρα (Μυκήνες, Τίρυνθα, Πύλο, Θήβα, κ.ά.). Τα μυκηναϊκά ανάκτορα, βέβαια, είχαν αρκετές διαφορές από τα αντίστοιχα μινωικά: χτίζονταν σε κορυφές φυσικά οχυρών λόφων, ήταν μικρότερα σε μέγεθος και είχαν διαφορετική μορφή, αφού οργανώνονταν γύρω από το μέγαρο, ένα ορθογώνιο κτίσμα με προστώο, πρόδομο και αίθουσα θρόνου με κεντρική εστία.
Γραφή και Θρησκεία
Παράλληλα με την ανακτορική οργάνωση, οι Μυκηναίοι υιοθέτησαν και άλλα επιτεύγματα του μινωικού πολιτισμού: τη γραφή (με τη μορφή της Γραμμικής Β, που αποτελεί εξέλιξη της μινωικής Γραμμικής Α) και τη θρησκευτική εικονογραφία (μέσω των τοιχογραφιών, της σφραγιδογλυφίας και της ειδωλοπλαστικής).
Η ανάγνωση των πινακίδων Γραμμικής Β που έχουν βρεθεί στα αρχεία των ανακτόρων, απέδειξε ότι οι Μυκηναίοι χρησιμοποιούσαν μια πρώιμη μορφή της ελληνικής γλώσσας και ότι ανάμεσα στους θεούς που λάτρευαν υπήρχαν πολλές από τις θεότητες του μεταγενέστερου ελληνικού πανθέου, όπως ο Δίας, ο Ποσειδώνας, η Άρτεμη και ο Διόνυσος.
Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ «ΜΥΚΗΝΑΪΚΗΣ ΚΟΙΝΗΣ»
Οι εξελίξεις αυτές μετέβαλλαν ριζικά την εικόνα της ηπειρωτικής Ελλάδας κατά τον 14ο και 13ο αι. π.Χ. Η πολιτική οργάνωση έγινε πιο συντεταγμένη, με ένα πλέγμα ανακτόρων από τη Μεσσηνία έως τη Θεσσαλία να εξασφαλίζει έλεγχο της αγροτικής παραγωγής, απρόσκοπτη διακίνηση μετάλλων και άλλων πρώτων υλών καθώς και κοινωνική σταθερότητα. Η μυκηναϊκή τέχνη γνώρισε μεγάλη άνθιση γεννώντας πραγματικά αριστουργήματα στη ζωγραφική, τη μεταλλοτεχνία, την ελεφαντουργία, την κοσμηματοτεχνία κ.ά., ενώ ταυτόχρονα έγινε προσβάσιμη σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Το εμπόριο αναπτύχθηκε σε εντυπωσιακό βαθμό και τα μυκηναϊκά προϊόντα (λάδι, κρασί, αρώματα) έφθαναν σε κάθε γωνιά της ανατολικής Μεσογείου και της νότιας Ιταλίας μέσα σε εξαιρετικής ποιότητας αγγεία με γραπτή διακόσμηση.
Γενικά, στο τέλος της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, ο μυκηναϊκός πολιτισμός παρουσιάζει εξαιρετική ομοιογένεια, που γίνεται εμφανής όχι μόνον στην τέχνη αλλά και στη θρησκευτική λατρεία, τα ταφικά έθιμα, την αρχιτεκτονική και την κοινωνική οργάνωση. Οι ερευνητές χρησιμοποιούν συχνά τον όρο “μυκηναϊκή κοινή” για να περιγράψουν την πολιτισμική ομοιογένεια που χαρακτηρίζει το χώρο του Αιγαίου κατά τον 14ο και 13ο αι. π.Χ.
«Κυκλώπεια» τείχη
Ιδιαίτερη ανάπτυξη γνωρίζει την περίοδο αυτή και η τεχνολογία, όπως μαρτυρά η κατασκευή λιθόστρωτων δρόμων, λίθινων γεφυριών πάνω από ποτάμια, φραγμάτων για τη συλλογή νερού και, κυρίως, το κολοσσιαίο έργο της αποξήρανσης της λίμνης Κωπαΐδος. Το πιο εντυπωσιακό επίτευγμα, ωστόσο, ήταν η κατασκευή τον 13ο αι. π.Χ. ισχυρών οχυρώσεων που προστάτευαν τις μυκηναϊκές ακροπόλεις με πολύπλοκα συστήματα εισόδων, αψιδωτούς διαδρόμους για την απρόσκοπτη κυκλοφορία σε περίοδο πολέμου και υπόγειες προσβάσεις σε πηγές νερού για την εξασφάλιση της υδροδότησης σε περίοδο πολιορκίας. Τα πιο πειστικά αρχιτεκτονικά παράλληλα για τις μυκηναϊκές οχυρώσεις βρίσκονται στις ακροπόλεις των Χετταίων, στοιχείο που ενδεχομένως υποδηλώνει στενές σχέσεις με τα βασίλεια της Μικράς Ασίας.
Οι λόγοι που οδήγησαν στην κατασκευή τέτοιων οχυρώσεων (που ονομάστηκαν κυκλώπειες επειδή μοιάζουν με έργο των μυθικών Κυκλώπων) δεν είναι εντελώς σαφείς. Γνωρίζουμε, πάντως, ότι το τέλος της Ύστερης Εποχής του Χαλκού ήταν μια ταραγμένη περίοδος για το Αιγαίο. Οι εκτεταμένες καταστροφές που σημειώθηκαν σε όλα τα μυκηναϊκά ανάκτορα γύρω στο 1200 π.Χ. – και οι οποίες ήταν σύγχρονες με παρόμοιες καταστροφές σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο – οδήγησαν σε παρακμή τον μυκηναϊκό πολιτισμό. Ορισμένες παραδόσεις (κυρίως στον τρόπο ταφής και στην κεραμική) διατηρήθηκαν για άλλα 100-150 χρόνια, όμως τα σημαντικότερα επιτεύγματα, όπως η γραφή και η ζωγραφική, εγκαταλείφθηκαν για να ανακαλυφθούν ξανά μόλις τον 8ο αι. π.Χ.